Pierre Péju, Η μοναχούλα, μετάφραση Κατερίνα Δασκαλάκη, ποταμός, Αθήνα 2005, 195 σ.
Με ένα σοκαριστικά τρομαχτικό ξεκίνημα, ένα ξεδίπλωμα δυνατό και τρυφερό, αβάσταχτο και δυσβάσταχτο, και ένα τέλος τελεσίδικο για όλα τα πρόσωπα που ήδη στερημένα από μία κανονικότητα, χάνονται. Οι ζωές τους διασταυρώνονται κατά λάθος, εξαιτίας ενός ατυχήματος, και μετά εξαφανίζονται. Η ιστορία που τους έφερε κοντά τους καταπίνει. Σχεδόν χωρίς καμία ελπίδα, αν και που και που πάει να σκάσει μύτη.
Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου το «ρήμα είναι» Βολλάρ χτυπάει με το γεμάτο βιβλία φορτηγάκι του μία μικρούλα που πετιέται στο δρόμο ένα βροχερό βράδυ του Νοέμβρη. Η Εύα πέφτει σε κώμα. Η μητέρα της η Τερέζα Μπλανσό, η διάφανη γυναίκα, η ανήσυχη που δεν ησυχάζει, που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση σαν για να μπερδέψει την αταξία που την κυριαρχεί, «θλιμμένη και χωρίς σημασία», όπως σημειώνει στο τετραδιάκι της, με δυσκολία κάθεται στο πλευρό της. Ο βιβλιοπώλης Βολλάρ αναλαμβάνει να της μιλά μέσα στο αφτί, στο υποσυνείδητο μήπως και ανοίξει τα μάτια. Στ’ αλήθεια δεν της μιλά, της απαγγέλλει σελίδες λογοτεχνίας, της διαβάζει το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Αποτελεί φαινόμενο μνήμης, από μικρός. Αναγνωρίζει τα σώματα των βιβλίων με ένα απλό κοίταγμα, του έρχονται στο νου όσο παλιές και να είναι οι αναγνώσεις του, παρέα με τις μυρωδιές των στοιχειοθετημένων χαρτιών, οι εικόνες των διάστικτων σελίδων. Ο γιγάντιος κοκκινοτρίχης αναγνώστης Βολλάρ, τότε, αυτόματα ανακαλεί το περιεχόμενο των βιβλίων. Ξέρει ιστορίες βιβλίων που έσωσαν ανθρώπους, όταν βλέπει καινούργια βιβλία τον πιάνει λαιμαργία να τα καταβροχθίσει, ανοίγει τα κιβώτια με ασίγαστη πείνα.
Μέσα από τις ιστορίες μοναξιάς του Βολλάρ, της Τερέζα Μπλασό, της μικρής Εύας, της βοηθού στο βιβλιοπωλείο κυρίας Πελαγίας, του άλλοτε πολύ φανερού άλλοτε στην σκιά αφηγητή, ξεσκεπάζεται ένα άλλο είδος ανάγνωσης, ένας διαφορετικός ρόλος [που δεν περιλαμβάνεται ούτε καν στην Αναγνώστρια Βιβλία για βιβλία 31]. Δεν ταιριάζει σε κανένα είδος: ανάγνωση ταξίδι, ανάγνωση ευχαρίστηση, λήθη, μοίρασμα, αγάπη… Το επαγγελματικό στο οποίο επιδίδεται η Πελαγία, πολύ γλήγορο, διαγώνιο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προτίμηση, έτσι για να είναι σε θέση να απαντήσει στις ερωτήσεις των πελατών.
Ακόμα και για τον βιβλιοπώλη Βολλάρ είναι μια αποκάλυψη. Αυτός με το τρελό, αδιάκοπο διάβασμά του ανακάλυπτε τις πληγές των άλλων (των συγγραφέων). Το διάβασμα ήταν η επίσκεψη στις βαθύτερες και κατάμαυρες σκοτεινές πληγές. Διάβαζε κραυγές ακόμα και στις πιο δεξιοτεχνικά καλοφτιαγμένες προτάσεις, ολημερίς δημόσια και τις νύχτες που τον χτυπούσε η ξαγρύπνια. Διάβαζε τις κραυγές των άλλων για να σιγάσει τις δικές του. Άφηνε να τον τραβάνε εκείνες για να μην ακούει τους ήχους του κεφαλιού του.
Το μεγαλόφωνο διάβασμα, οι απαγγελίες στην μοναχούλα (πολλοί άνθρωποι μοναχούλιδες κείτονται) χρησίμευε σε κάτι διαφορετικό. Ένα κομπολόι λέξεων γραμμένων που χτυπάνε η μία πάνω στην άλλη, μετά την άλλη, με φωνή να τρυπώνει στους πόρους των αφτιών, του δέρματος, να γλιστρά, να γιατρεύει, να κρατάει στη ζωή. Και η μοναχούλα επανέρχεται, σιωπηλή και εύθραυστη.
Το βιβλιοπωλείο «το ρήμα είναι» ανήκει στην κατηγορία των βιβλιοπωλείων που συνδυάζει την αφόρητη ακαταστασία με την επιμελημένη τάξη που επιτρέπει να εντοπίζονται οι τίτλοι. Εμπόριο βιβλίων μικρής κλίμακας, με την προσωπικότητα του βιβλιοπώλη διάχυτη. Όταν παίρνει φωτιά, σιγοκαίγεται, όλα καταστρέφονται και τα βιβλία μουλιάζουν στα νερά και τα άλλα υγρά των πυροσβεστών. Καταστρέφεται άδοξα πριν ρημάξει εντελώς.
Και πάλι με πήρε από το χέρι το λαγωνικό, δίνοντάς μου αυτό το δικό του βιβλίο, με το όνομά του στην πρώτη λευκή σελίδα, όπως συνηθίζει να κάνει, μαζί με την ημερομηνία απόκτησης. Αντίτυπο που, όπως όλα του τα βιβλία, είναι διαβασμένο με μια ειδική προσοχή. Με το βλέμμα να αχνοακουμπάει στην εσωτερική πλευρά των σελίδων καθώς δεν ανοίγει, η ράχη δεν έχει υποστεί καμία πίεση. Αν και μοιάζει απάτητο, αραιά και που, να, σταθερές μολυβένιες υπογραμμίσεις. Ακράδαντα σημάδια της επίσκεψή του. Ίσως και εγώ να υπογράμμιζα εκεί, ίσως πάλι αλλού, λίγο πιο πάνω, πιο μετά. Και πάντως, όχι τόσο έντονα, πιο αχνά, αδιόρατα, να μην προδοθώ. Με ενθαρρύνει να κάνω τις δικές μου σημάνσεις. Διστάζω, αφήνω ίχνη ακόμα πιο μυστικά. Θα το επιστρέψω με έναν μικρό λεκέ στο οπισθόφυλλο, δεν σβήνεται, και ντρέπομαι. Θα το πω πριν το δει.
Σήμερα τελευταία Κυριακή του Καλοκαιριού του 2008.
Με ένα σοκαριστικά τρομαχτικό ξεκίνημα, ένα ξεδίπλωμα δυνατό και τρυφερό, αβάσταχτο και δυσβάσταχτο, και ένα τέλος τελεσίδικο για όλα τα πρόσωπα που ήδη στερημένα από μία κανονικότητα, χάνονται. Οι ζωές τους διασταυρώνονται κατά λάθος, εξαιτίας ενός ατυχήματος, και μετά εξαφανίζονται. Η ιστορία που τους έφερε κοντά τους καταπίνει. Σχεδόν χωρίς καμία ελπίδα, αν και που και που πάει να σκάσει μύτη.
Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου το «ρήμα είναι» Βολλάρ χτυπάει με το γεμάτο βιβλία φορτηγάκι του μία μικρούλα που πετιέται στο δρόμο ένα βροχερό βράδυ του Νοέμβρη. Η Εύα πέφτει σε κώμα. Η μητέρα της η Τερέζα Μπλανσό, η διάφανη γυναίκα, η ανήσυχη που δεν ησυχάζει, που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση σαν για να μπερδέψει την αταξία που την κυριαρχεί, «θλιμμένη και χωρίς σημασία», όπως σημειώνει στο τετραδιάκι της, με δυσκολία κάθεται στο πλευρό της. Ο βιβλιοπώλης Βολλάρ αναλαμβάνει να της μιλά μέσα στο αφτί, στο υποσυνείδητο μήπως και ανοίξει τα μάτια. Στ’ αλήθεια δεν της μιλά, της απαγγέλλει σελίδες λογοτεχνίας, της διαβάζει το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Αποτελεί φαινόμενο μνήμης, από μικρός. Αναγνωρίζει τα σώματα των βιβλίων με ένα απλό κοίταγμα, του έρχονται στο νου όσο παλιές και να είναι οι αναγνώσεις του, παρέα με τις μυρωδιές των στοιχειοθετημένων χαρτιών, οι εικόνες των διάστικτων σελίδων. Ο γιγάντιος κοκκινοτρίχης αναγνώστης Βολλάρ, τότε, αυτόματα ανακαλεί το περιεχόμενο των βιβλίων. Ξέρει ιστορίες βιβλίων που έσωσαν ανθρώπους, όταν βλέπει καινούργια βιβλία τον πιάνει λαιμαργία να τα καταβροχθίσει, ανοίγει τα κιβώτια με ασίγαστη πείνα.
Μέσα από τις ιστορίες μοναξιάς του Βολλάρ, της Τερέζα Μπλασό, της μικρής Εύας, της βοηθού στο βιβλιοπωλείο κυρίας Πελαγίας, του άλλοτε πολύ φανερού άλλοτε στην σκιά αφηγητή, ξεσκεπάζεται ένα άλλο είδος ανάγνωσης, ένας διαφορετικός ρόλος [που δεν περιλαμβάνεται ούτε καν στην Αναγνώστρια Βιβλία για βιβλία 31]. Δεν ταιριάζει σε κανένα είδος: ανάγνωση ταξίδι, ανάγνωση ευχαρίστηση, λήθη, μοίρασμα, αγάπη… Το επαγγελματικό στο οποίο επιδίδεται η Πελαγία, πολύ γλήγορο, διαγώνιο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προτίμηση, έτσι για να είναι σε θέση να απαντήσει στις ερωτήσεις των πελατών.
Ακόμα και για τον βιβλιοπώλη Βολλάρ είναι μια αποκάλυψη. Αυτός με το τρελό, αδιάκοπο διάβασμά του ανακάλυπτε τις πληγές των άλλων (των συγγραφέων). Το διάβασμα ήταν η επίσκεψη στις βαθύτερες και κατάμαυρες σκοτεινές πληγές. Διάβαζε κραυγές ακόμα και στις πιο δεξιοτεχνικά καλοφτιαγμένες προτάσεις, ολημερίς δημόσια και τις νύχτες που τον χτυπούσε η ξαγρύπνια. Διάβαζε τις κραυγές των άλλων για να σιγάσει τις δικές του. Άφηνε να τον τραβάνε εκείνες για να μην ακούει τους ήχους του κεφαλιού του.
Το μεγαλόφωνο διάβασμα, οι απαγγελίες στην μοναχούλα (πολλοί άνθρωποι μοναχούλιδες κείτονται) χρησίμευε σε κάτι διαφορετικό. Ένα κομπολόι λέξεων γραμμένων που χτυπάνε η μία πάνω στην άλλη, μετά την άλλη, με φωνή να τρυπώνει στους πόρους των αφτιών, του δέρματος, να γλιστρά, να γιατρεύει, να κρατάει στη ζωή. Και η μοναχούλα επανέρχεται, σιωπηλή και εύθραυστη.
Το βιβλιοπωλείο «το ρήμα είναι» ανήκει στην κατηγορία των βιβλιοπωλείων που συνδυάζει την αφόρητη ακαταστασία με την επιμελημένη τάξη που επιτρέπει να εντοπίζονται οι τίτλοι. Εμπόριο βιβλίων μικρής κλίμακας, με την προσωπικότητα του βιβλιοπώλη διάχυτη. Όταν παίρνει φωτιά, σιγοκαίγεται, όλα καταστρέφονται και τα βιβλία μουλιάζουν στα νερά και τα άλλα υγρά των πυροσβεστών. Καταστρέφεται άδοξα πριν ρημάξει εντελώς.
Και πάλι με πήρε από το χέρι το λαγωνικό, δίνοντάς μου αυτό το δικό του βιβλίο, με το όνομά του στην πρώτη λευκή σελίδα, όπως συνηθίζει να κάνει, μαζί με την ημερομηνία απόκτησης. Αντίτυπο που, όπως όλα του τα βιβλία, είναι διαβασμένο με μια ειδική προσοχή. Με το βλέμμα να αχνοακουμπάει στην εσωτερική πλευρά των σελίδων καθώς δεν ανοίγει, η ράχη δεν έχει υποστεί καμία πίεση. Αν και μοιάζει απάτητο, αραιά και που, να, σταθερές μολυβένιες υπογραμμίσεις. Ακράδαντα σημάδια της επίσκεψή του. Ίσως και εγώ να υπογράμμιζα εκεί, ίσως πάλι αλλού, λίγο πιο πάνω, πιο μετά. Και πάντως, όχι τόσο έντονα, πιο αχνά, αδιόρατα, να μην προδοθώ. Με ενθαρρύνει να κάνω τις δικές μου σημάνσεις. Διστάζω, αφήνω ίχνη ακόμα πιο μυστικά. Θα το επιστρέψω με έναν μικρό λεκέ στο οπισθόφυλλο, δεν σβήνεται, και ντρέπομαι. Θα το πω πριν το δει.
Σήμερα τελευταία Κυριακή του Καλοκαιριού του 2008.