Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 43


Μαρία Παπαγιάννη, Βιβλιοφάγος κατά… λάθος!, εικονογράφηση Σ. Τουλάτου-Π. Μπουλούμπασης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 22+2 χ. α.
Βιβλία για παιδιά και νέους, σειρά: χωρίς σωσίβιο, επίπεδο 1, Καβουράκια 5

Όσο και αν φαίνεται (μας) παράξενο τα βιβλία για πολλούς ανθρώπους είναι βαρετά· και μόνο στην όψη τους κάνουν γκριμάτσες αποστροφής και στο άκουσμα αναφοράς σε κάποιο βιβλίο δηλώνουν κάθετα την έλλειψη ενδιαφέροντός τους. Το διάβασμα δεν τους προκαλεί κανένα ρίγος συγκίνησης. Αντίθετα τους ξενερώνει απίστευτα. Το θεωρούν αντικοινωνικό, ότι δεν έχει να προσφέρει τίποτα, ότι είναι κουραστικό και απαιτεί αναίτιο κόπο, ότι αποτελεί χάσιμο χρόνου. Το θεωρούν το αντίθετο της ενέργειας και το χαρακτηρίζουν μούχλα. Ακόμα, θεωρούν ότι είναι συνδεδεμένο με το σχολείο, τους καλούς μαθητές (τα φυτά, τους σπασίκλες, κλπ), την παρατακτική όψη της μάθησης, την ατέλειωτη αποστήθιση.
Το διάβασμα είναι τέχνη που έχει τις τεχνικές της και δεν είναι έμφυτη. Δεν γεννιέται κανείς γνωρίζοντας γραφή και ανάγνωση. Δεν πρόκειται για διαδικασία αυτόματη ή αυτονόητη, όπως το περπάτημα για παράδειγμα. Είναι επίκτητο, μια κατάκτηση του πολιτισμού Διδάσκεται και καλλιεργείται. Υπάρχουν εκείνοι που εμπνέουν άλλους να διαβάσουν, πείθουν ότι πρόκειται για ένα είδος μοιράσματος. Μας τα έχει πει ο Πενάκ μια χαρά.

Ο Πέτρος, το αγόρι της ιστορίας, είναι ταξιδιάρης από βρέφος αλλά καθόλου διαβαστερός. Αντίθετα αποφεύγει τα βιβλία και αντιδρά αρνητικά στο διάβασμα. Ο καπετάνιος θείος του τού στέλνει κάρτες από τα μακρινά του ταξίδια και όταν τον ρωτάει τι θα ήθελε να του φέρει, σκέφτεται και απαντά «Θέλω ένα κομμάτι Κίνας». Και περιμένει τρεις μήνες γεμάτος λαχτάρα και αγωνία μέχρι που φτάνει ένα πακέτο. Δάκρυα τον πιάνουν όταν βλέπει ότι είναι ένα βιβλίο και το πετάει σε μιαν άκρη του δωματίου του να σκονίζεται, ώσπου πάνω στο βιβλίο πέφτει η μπάλα. Η μπαλιά ελευθερώνει την Κίνα, τους ορυζώνες, τους δράκους, τα μετάξια. Ένα σουτ που κάνει το κλικ. Ο Πέτρος, τώρα, όταν τον ρωτάει η μαμά του τι κάνει, απαντάει «ταξιδεύω». Εννοεί ότι διαβάζει. Το ένα ισούται με το άλλο. Διαβάζοντας γνώρισε ένα σωρό τόπους, είδε μέρη και συμμετείχε σε ένα σωρό πράγματα. Έγινε ένας βιβλιοφάγος, βρήκε εκείνα τα βιβλία που του μιλάνε.

Ένα βιβλίο για βιβλία που κλείνει το μάτι στα παιδιά, καθώς τους δείχνει τον δρόμο της ανάγνωσης που περνάει μέσα από αρχική αμφισβήτηση. Υπόσχεται ταξίδια και περιπέτειες στους δυσκολόπιστους. Τα παιδιά της Α΄ και Β΄ δημοτικού έχουν να διαβάσουν ένα βιβλίο για το διάβασμα, ένα ξεκίνημα για περισσότερες βόλτες χωρίς να περνάνε το κατώφλι του σπιτιού τους.
Το βιβλίο κλείνει με δυο παιχνίδια γνώσεων: ένα γεωγραφίας και ένα αριθμητικής. Η εικονογράφηση ανοιχτόκαρδη σαν ζωγραφισμένη μπροστά μας με κραγιόνια, τα συννεφάκια με τα λόγια διασκεδάζουν το κείμενο.

Ας ετοιμαστούμε να ταξιδέψουμε όλοι μας στην Κίνα έτσι και αλλιώς. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έφτασαν!

Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 42




Ζοζέ Σαραμάγκου, Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας, μυθιστόρημα, μετάφραση από τα πορτογαλικά Αθηνά Ψύλλια, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998, 398 σ.
σειρά: συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο


Θα έλεγε κανείς ότι με τον καιρό η ανάγνωση γίνεται ευκολότερη, όπως γίνονται πολλά πράγματα με το πέρασμα του χρόνου. Η επανάληψη και η εξάσκηση κάνουν τις διαδρομές μηχανισμούς βολικούς. Ο έμπειρος αναγνώστης ρουφάει τα βιβλία άκοπα, καταπίνει το περιεχόμενο με την ευχέρεια της τριβής στο άθλημα. Μπορεί και να συμβαίνει, μπορεί πάλι όχι σε βιβλία ενδιαφέροντα. Τα διαβάσματα σωρεύονται, δημιουργούν επίπεδα, γωνιές, διακλαδώσεις, δεν μένουν στα χοντρά, φτιάχνουν διαφοροποιήσεις, φέρνουν συσχετισμούς και αλληλουχίες. Όλα αυτά πυροδοτούνται με την παραμικρή αφορμή νέων αναγνώσεων με αποτέλεσμα να σταματάει η ροή, να χάνεται ο ρυθμός, να κοντοστέκεσαι για να ανακαλέσεις προηγούμενες σκέψεις, εικόνες ή και συναισθήματα. Επιβραδύνσεις, προσθήκες, νέα χτισίματα, αναθεωρήσεις ίσως, προσαρμογές συνεχείς, αναπλάσεις. Έτσι ενώ η ανάγνωση θα έπρεπε να γίνεται σε γρηγορότερο ρυθμό παίζει καθυστερήσεις. Η αφομοίωση παίρνει τον χρόνο της, καθώς έχουν μπει σε λειτουργία αυτές οι διεργασίες ένταξης. Ακόμα χειρότερα όταν το έργο ανήκει στον Ζοζέ Σαραμάγκου (έχω ένα μικρό τρακ όπως με τον Μπόρχες).

Τέτοια προκαλεί Η πολιορκία της Λισαβόνας, που θα μπορούσε να αναφέρεται στην όποια πολιορκία. Στην Ιστορία του καθενός υπάρχουν ένα σωρό πολιορκίες, καθοριστικές σαν και του βιβλίου που σηματοδοτεί την απαρχή του πορτογαλικού κράτους αλλά και ελάσσονες, για αυτό, άλλωστε, κατασκευάζονταν τα κάστρα, για να υφίστανται και να υπομένουν πολιορκίες. Το μυθιστόρημα περιλαμβάνει ένα σωρό πολιορκίες, πολιορκίες εσωτερικές, ερωτικές, πολιορκημένες ζωές, πραγματεύεται και τοίχους που πέφτουν, ανατροπές που οδηγούν σε αλλαγές καταλυτικές. Με τέμπο καταιγιστικό και συνάμα ιδιαίτερα πυκνό, με τα λιγότερο δυνατά σημεία στίξης, ο λόγος κινείται μεταξύ πολλών αφηγήσεων, σε διάφορους χρόνους, μα σε έναν τόπο, την πόλη της Λισαβόνας, την παλιά και ό,τι έχει απομείνει από αυτήν και την νέα.

Το βιβλίο ανήκει στην στήλη οπωσδήποτε γιατί φέρνει στο προσκήνιο έναν ακόμα κρίκο της παραγωγής βιβλίων, τον επιμελητή κειμένων και το προφίλ της δουλειάς του. Σχεδόν μια ολόκληρη σελίδα (σ. 30) χρειάζεται για να απαριθμηθούν τα λεξικά που έχει στην διάθεσή του. Είναι τόσο συστηματικός που έχει κατατάξει τα πιθανά λάθη σε τέσσερις κατηγορίες: της ανθρώπινης φύσης, τα ατομικά, τα γλωσσικά, και τέλος αυτά που ονομάζει λάθη των συστημάτων. Ο επιμελητής είναι ο πιο προσεχτικός αναγνώστης, ο πρώτος επίσημος πριν από το τύπωμα, ο πιο κριτικός, ο πιο υπεύθυνος και για αυτό νευρικός. Στην μνήμη του κρατάει στίχους και πεζά, ολόκληρες προτάσεις «με σημασία, και πλανιούνται στη θύμηση σαν ακίνητα και αστραφτερά κύτταρα που έρχονται από άλλους κόσμους…» (σ. 205).
Ο επιμελητής πλησιάζει κάθε λέξη με προσοχή, δεν γίνεται να μεταφέρονται με ελαφρότητα, θα πρέπει να μην υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στις λέξεις και τις σημασίες τους.. Με τις επινοήσεις μας, τις λέξεις, προσπαθούμε να εκφράσουμε τα πάντα, ακόμα και αυτά που δεν έχουν και δεν θα αποκτήσουν όνομα. Οι λέξεις και η σπουδαιότητά τους έρχεται και επανέρχεται «η λέξη, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, έχει αυτή την ευχέρεια ή το χάρισμα να οδηγεί πάντα σ’ αυτόν που την είπε, κι ύστερα, ίσως ίσως, εμάς, που τρέχουμε ξωπίσω της σαν κυνηγόσκυλα… » (σ.75). [Και ποιαν να πιστέψουμε και ποιαν να κυνηγήσουμε.] «… η σκέψη ακολουθεί τις εικόνες της διαδρομής τους, που γεννιούνται όπως γεννιούνται και οι λέξεις, έτσι.» (σ. 132). «… αναζητά τις λεπτές έννοιες που φέρουν οι λέξεις και που σημαίνουν πάντα κάτι παραπάνω από αυτές,… » (σ. 158). Και σταματώ για τις λέξεις και την μαγεία τους.
Ο Σαραμάγκου μας μιλά και για την δημιουργία ιστοριών, τις αληθινές και τις ψεύτικες, τις εκδοχές, την μια μέσα στην άλλη, για την αρχή και το τέλος, τις δυνατότητές τους, για την σχέση λογοτεχνίας-ζωής-μνήμης.
Ένας επιμελητής σέβεται τον συγγραφέα, είναι φορές που δεν τον διορθώνει για να μην τον προσβάλει. Υπάρχει άγραφος δεοντολογικός κώδικας που επιβάλλει την ευθυγράμμιση του επιμελητή με τις απόψεις του «αλάνθαστου» συγγραφέα. Ενώ ο Ραϊμούντο Σίλβα έχει υπακούσει στον νόμο σε όλη του την επαγγελματική ζωή, στην περίπτωση της επιμέλειας της πολιορκίας της Λισαβόνας, παρεμβαίνει με ένα «δεν». Αλλάζει μια πρόταση δίνοντας αυτόματα μια άλλη, την εντελώς αντίθετη, νοηματική εκδοχή της. Οι Ισπανοί δεν πολέμησαν στο πλευρό των Πορτογάλων εναντίον των Αράβων. Ο Ραϊμούντο Σίλβα ζει με ντοστογιεφσκική αγωνία έως ότου ανακαλυφθεί η λανθασμένη παρέμβασή του που όταν γίνεται αντιληπτή, δεν ισοδυναμεί με απόλυση αλλά με στενότερη επιτήρηση από την νέα υπεύθυνη συντονισμού των επιμελητών την Μαρία Σάρα. Εκείνη τον εμπιστεύεται, τον παρακινεί να γράψει την δική του ιστορία της πολιορκίας. Και εκείνος την γράφει, πλάθοντας παράλληλες ιστορίες και για πρόσωπα που ίσως να έζησαν κάπως όπως τους φαντάστηκε ανάμεσα στο στράτευμα των 13.000 ανθρώπων.
Μάλλον παρασύρθηκα και θα κλείσω λίγο απότομα.
Κάθε άνθρωπος έχει και την ιστορία του, άλλες συναντιούνται με τις λέξεις, οι περισσότερες μάλλον όχι.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 41


Αντρέ Σιφρίν, Εκδόσεις χωρίς εκδότες, μετάφραση Κίττυ Ξενάκη, επιμέλεια Άννα Σταυροπούλου, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1999, 139 σ.

Γυρνάω στο πολύτιμο ειδικό ράφι που φιλοξενεί τα βιβλιοβιβλία. Δεν χρειάζεται και πολύ ξεσκόνισμα, καθώς έχει συχνή κίνηση. Κατά μέσο όρο ένα ράφι κρατάει 30 με 40 βιβλία, οπότε λογικά έχει φθάσει στο όριό του. Είναι ξέχειλο, κάθετα, οριζόντια και τοποθετημένα από πάνω πλαγιαστά. Ξεκινάει η επέκταση σε δεύτερο ράφι. Αρχικά επιθυμούσα να τα κατέχω όλα, μα τώρα έχω κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητο. Αυτό ισχύει και για τα βιβλία για βιβλία που έχουν παρουσιαστεί ή μπορεί και να παρουσιαστούν εδώ ή οπουδήποτε. Το σημαντικό είναι να είναι διαβασμένα. Πάντα κάτι αφήνουν μέσα, μια ανταπόκριση, μια διάθεση, μια σκιά της ανάγνωσής τους, που χωνεύεται διυλισμένη.

Έχουν περάσει εννέα χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου αναδρομή-προειδοποίηση για το μέλλον των εκδόσεων. Είναι τεχνολογίες που μένουν σταθερές για δεκαετίες, δημιουργούν καθιερώσεις, γίνονται σχεδόν αμετακίνητα δεδομένες και ξαφνικά το επόμενο βήμα φέρνει ολική ανατροπή. Κάτι τέτοιο έγινε και με την εκδοτική δραστηριότητα: άλλαξε μέσα σε λίγα χρόνια στο βαθμό που είχε μείνει περίπου ακίνητη για εκατό χρόνια. Άλλαξαν βέβαια τα μέσα και ο τρόπος παραγωγής και διακίνησης, άλλαξε όμως και το βιβλίο ως αντικείμενο της αγοράς. Όχι ότι δεν είναι απόρροια κόπου και εργασίας αλλά δύσκολα μετρήσιμου και ποτέ αντιστοιχισμένου απόλυτα.
Άλλαξαν οι νοοτροπίες, τα βιβλία και το περιεχόμενο που κλείνουν ονομάστηκαν προϊόντα, πνευματικά, πολιτισμού δεν έχει σημασία και εντάχθηκαν στον τεράστιο τομέα των μέσων ενημέρωσης, στην βιομηχανία του θεάματος.

Το επάγγελμα του εκδότη είναι μια ιστορία σύνθετη με αποχρώσεις και όρια κυμαινόμενα με διάφορες παραλλαγές από το ξεκίνημά της έως σήμερα: συγγραφέας-εκδότης, τυπογράφος-εκδότης, βιβλιοπώλης-εκδότης, χορηγός-εκδότης (και σπανιότερα μεταφραστής-εκδότης, επιμελητής-εκδότης). Οι μονοδιάστατοι δυϊκοί ρόλοι και οι συνεργασίες σε ατομικό και επαγγελματικό επίπεδο είναι ιστορίες που ποικίλλουν, κατά τόπους και χρόνους τροποποιημένοι. Ο εκδότης είναι που αναλαμβάνει τα έξοδα του τυπώματος βιβλίων, που αποφασίζει και παίρνει το βάρος της απόφασης κυκλοφορίας ή μη ενός έντυπου. Και κάθε εκδότης-εκδοτικός οίκος έχει τον χαρακτήρα του, έχει την σφραγίδα του ύφους που επιλέγει για τον εαυτό του, μια ειδίκευση, εκείνο που τον ξεχωρίζει.

Ο Αντρέ Σιφρίν μιλάει για την ιστορία του πατέρα του που γεννημένος στην Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα, μετακινείται στην Γαλλία και στην συνέχεια, και πάλι αναγκαστικά, στην Νέα Υόρκη. Παντού ασχολείται με εκδόσεις, έχει πολιτική και άποψη, την διάδοση της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε λογικές τιμές. Συνδυάζει την ποιότητα με την τιμή. Οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, φαινόμενο συνεχές και παμπάλαιο, έχει επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα, και γεωγραφικά. Κάποιος που εγκαταλείπει έναν τόπο αφήνει ένα κενό εκεί και καταλαμβάνει έναν άλλο χώρο σε κάποιο άλλο σημείο. Εγκαθίσταται στον νέο μέρος κουβαλώντας, εκούσια και ακούσια, μαζί του αυτό που είναι. Μπορεί να ηχήσει απλοϊκό αλλά αυτόματα στο μυαλό μου έρχεται η μετακίνηση των λογίων της Ανατολής προς την Δύση πριν την κατάλυση του Βυζαντίου. Άνθρωποι που μεταφυτεύτηκαν και άνθρωποι που εξακολουθούν να μεταφυτεύονται.
Και όσο η στρατηγική των εκδοτικών οίκων προσπαθούσε να λειτουργήσει σε όφελος του κοινού, παντρεύοντας «το καλό βιβλίο» με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό αναγνωστών χωρίς να παραμερίζει το κέρδος, οι ωφελημένοι ήταν και στις δυο πλευρές. Όσο επιχορηγούνταν συστηματικά οι βιβλιοθήκες στον σαξονικό κόσμο, η κίνηση των εκδόσεων είχε βρει ένα ρυθμό ροής. Οι καιροί άλλαξαν, κυριάρχησε νέα ιδεολογία: προλογοκρισία τι θα τραβήξει, ποια στάνταρ συνταγή τραβάει, ένας τρόπος λειτουργίας με συγκεκριμένες απαιτήσεις, με σαφείς αξιώσεις άμεσης αποδοτικότητας, το σύστημα των best sellers, συγκεντρωτική διοίκηση, οι τεράστιοι όμιλοι, οι εξαγορές και απορροφήσεις, η πολιτική και οι πολιτικές των εκδοτικών οίκων και των συγκροτημάτων που τους στηρίζουν, τα διαπλεκόμενα μέσα, ο Τύπος, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, τα μονοπώλια, ο κλοιός που πολιορκεί το κοινό. Παραδείγματα επί παραδειγμάτων, παγκόσμια, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού. Εικόνα πιεστική, ζοφερή για το μέλλον της έντυπης σκέψης.
Με μια μικρή αχτίδα αισιοδοξίας κλείνει ο Σιφρίν. Επιλογές και εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν μα χρειάζονται μαχητές να τις παλέψουν, να αναζητήσουν τους εξαφανισμένους αναγνώστες, να προσελκύσουν το ενδιαφέρον ξανά, να αναβαθμίσουν, να προσφέρουν αξιοπρέπεια, να προτείνουν μια άλλη όψη της οικονομίας.
Στο σημείο αυτό ας υπογραμμιστεί η προς το παρόν ελευθερία στο διαδικτυακό σύμπαν, ας κάνουμε χρήση…

Κυριακή 20 Ιουλίου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 40



Ζαν Εσενόζ, Ζερόμ Λεντόν, μετάφραση Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2003, 62 σ.


Ο Stephen King κουβαλάει μαζί του βιβλία και καταπιάνεται με το διάβασμα σε κάθε ευκαιρία, όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Καθηλωμένος στην κίνηση, περιμένοντας την σειρά του στις υπηρεσίες, τον γιατρό να τον δεχθεί. Είναι ο τρόπος του, να διαβάζει συνεχώς άλλους συγγραφείς και να γράφει. Ζήλεψα λίγο. Αρκετά. Μπήκα και σε σκέψεις. Υπάρχει, μπορεί να δημιουργηθεί και άλλος χρόνος διαβάσματος, λοιπόν. Έτσι, χώνω στην τσάντα μου βιβλία, να μου βρίσκονται, να τα διαβάζω στο τρόλεϋ, το λεωφορείο, το μετρό. Και ναι, γίνεται. Προϋπόθεση το βιβλίο να μην είναι τούβλο ασήκωτο, τα στοιχεία του να μην είναι κάτι γραμματάκια τόσα δα να χοροπηδάνε στα τραντάγματα του δρόμου, στους κραδασμούς, να ανοίγει καλά ώστε να μπορεί να κρατηθεί και σε περίπτωση που δεν βρεις θέση να καθίσεις, να είναι πολύ τραβηχτικό και όχι περιγραφικό. Βοηθάει το πρωί να ξυπνάς με καλύτερες προϋποθέσεις, βοηθάει να ξεχνάς το γύρω χάος. Λειτουργεί σαν ασφάλεια αυτάρκειας. Απώλεια είναι ότι καθιστά την παρατήρηση των ανθρώπων και των μικροκαταστάσεων δύσκολη. Το νου σου έχεις να βολευτείς για να ανοίξεις στην σελίδα που έμεινες, να ξαναπιάσεις την ιστορία. Βλέπεις λιγότερα και σε βλέπουν περισσότερο. Όλα τούτα για να πω για τα σύντομα μα ζουμερά βιβλία της στήλης. Διαβασμένα με μια άλλη ένταση.

Στον κόσμο των εκδόσεων οι σχέσεις αλληλένδετες, τα συστατικά που φέρνει ο καθένας εκ των ουκ άνευ. Εκτός από την μακριά και σύνθετη αλυσίδα που γεννάει ένα οποιοδήποτε βιβλίο, υπάρχουν και οι ανθρώπινες σχέσεις, το ξεκίνημα, η διαδρομή, τα σκαμπανεβάσματα, τα αναπάντεχα ή φυσικά τέλη τους. Μια τέτοια σχέση, ουσιαστική και ξέχωρη, είναι του συγγραφέα-δημιουργού με του εκδότη-διαχειριστή. Ο συγγραφέας που δεν επιθυμεί να κάνει τίποτα άλλο στην ζωή του εκτός από το να γράφει, σχεδόν με κάθε κόστος, και ο εκδότης που είναι κάτι σαν συλλέκτης πνευματικά παραγωγικών ανθρώπων, που βάζει στοίχημα στην μετοχή της πρωτοτυπίας και αυθεντικότητάς τους.

Ο τίτλος ένα όνομα, ο συγγραφέας ένα άλλο όνομα, ίδια γραμματοσειρά, ίδιο μέγεθος, σε άλλο χρώμα, ποιος είναι ποιος, ποιος μιλάει για ποιον, τι είναι αυτοί με τα ξενικά ονόματα που αποδίδονται στο περίπου στα ελληνικά (το ζε στο Ζαν και Ζερόμ δεν είναι παχύ, το -όν χάνει το ένρινό του). Ένα βιβλίο στη μνήμη του εκδότη των εκδόσεων Minuit (=Μεσάνυχτα) του Ζερόμ Λεντόν (1925-2001) που κυκλοφόρησε έξι μήνες μετά τον θάνατό του, γραμμένο από τον Ζαν Εσενόζ.
Η προσωπική ιστορία των δυο τους, σκέψεις του συγγραφέα αφιερωμένες στον εκδότη που ανέλαβε την ανακάλυψή του και την πορεία του, μα παράλληλα μια ιστορία με γενικές αναλογίες και ομοιότητες που σημαδεύουν την αναγκαστική συνύπαρξη. Η επίμονη εμμονή του συγγραφέα να στέλνει το χειρόγραφό του σε εκδοτικούς οίκους, να τρώει πόρτα από μικρούς οίκους για να του ανοίξει ο γνωστός. Η πρώτη εκδοτική απόπειρα, όχι και τόσο επιτυχημένη (ψιλοχάλια), η συνέχεια συνεχώς βελτιούμενη, και προϊόντος του χρόνου στεφανωμένη με βραβεία. Καθημερινότητα σε εργασιακή μοναξιά, δημοσιότητα, ένα βιβλίο κάθε 2-3 χρόνια και η παρουσία του εκδότη εκεί, με έναν κώδικα δικό του, της δικής του προσωπικότητάς του συνδυασμένη με την εικόνα και τον ρόλο του εκδότη. Καθόλου στην γραμμή του πατρικού, προστατευτικού, του υποδοχέα των συναισθηματικών ανασφαλειών και της γκρίνιας. Υπερασπιστής της ενιαίας τιμής του βιβλίου, της ανεξαρτησίας των εκδοτικών οίκων, του ποιοτικού, της επιλογής του επιπέδου, κάθετος κατά της λογοκρισίας.
Η θέαση των πραγμάτων διάφορη μα λειτουργικά συμπληρωματική. Οι ανάγκες του συγγραφέα, τουλάχιστον στην αρχή, όχι ταυτόσημες με του εκδότη «… το ουσιαστικό είναι πως αυτό το βιβλίο υπάρχει. Δεν έχω καταλάβει ακόμη πως ένα βιβλίο εκδίδεται για να πουληθεί. Κι αυτό θα το μάθω αργότερα.» (σ. 21) Επιθυμία πιεστική του συγγραφέα είναι να ενσαρκωθεί σε βιβλίο το δημιούργημά του. Του εκδότη να το διακινήσει, να καταφέρει να γράψουν παρουσιάσεις, κριτικές –κατά προτίμηση θετικές– να πουλήσει, να μεταφραστεί. Ο καθένας τους παρών από διαφορετικό σημείο, σε τροχιά συνεργασίας και κατανόησης. Παραπάνω από γνωστοί, φίλοι σε μια σχέση που διαρκεί, μα όχι και κολλητοί. Η απώλεια του Λεντόν αποτυπωμένη από τον Εσενόζ με ελεγχόμενο συναίσθημα, από ψύχραιμη απόσταση.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 39


Άμος Οζ, Η νύχτα του συγγραφέα, μυθιστόρημα, μετάφραση από τα εβραϊκά Λουίζα Μιζάν, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008, 183 σ.
σειρά: Συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο.
Τυπωμένο σε οικολογικό χαρτί.

Λογοτεχνικές βραδιές οργανώνονται συνεχώς, ακάθεκτα. Ανά τον κόσμο, φαίνεται. Είναι εκείνα τα βαριά απογεύματα όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι να ακούσουν έναν κάποιο γνωστό συγγραφέα να μιλάει για την ζωή και την δουλειά του. Άλλους να μιλούν για τον συγγραφέα με λόγια εισαγωγικά και επαινετικά. Διαβάζονται και αποσπάσματα παλαιότερου ή και του καινούργιου του έργου. Στο τέλος, η βραδιά κλείνει με ερωτήσεις των ακροατών προς τον συγγραφέα. Και ενώ μοιάζει κανένας να μην επιθυμεί να παρίσταται στην βραδιά, συμπεριλαμβανομένου και του τιμώμενου συγγραφέα, παρόλα αυτά ένα σωρό άνθρωποι είναι παρόντες. Τις εκδηλώσεις αυτού του είδους έχουν σχολιάσει παντελώς αρνητικά και κατ’ επανάληψη λογοτέχνες, ποιητές και δημοσιογράφοι. Τις έχουν σατιρίσει εκπομπές όλων των οπτικοακουστικών μέσων. Παρ’ όλες τις επικρίσεις επιζούν.
Με αφορμή μια λογοτεχνική βραδιά ξετυλίγεται Η νύχτα του συγγραφέα, αφηγητή πραγματικών, μαθηματικά προβλέψιμων γεγονότων, μάλλον προσχεδιασμένων, χωρίς πρωτοτυπία. Εδώ, ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ίδιο του τον εαυτό μέσα στο περιβάλλον, παρατηρεί τον χώρο, παρακολουθεί τους ανθρώπους που βλέπει αλλά δεν γνωρίζει. Και μάλλον δεν θα μάθει ποτέ. Σε αυτούς τους ορατούς άγνωστούς του, δίνει ονόματα που, κατά την κρίση του, τους ταιριάζουν και φτιάχνει ένα πιθανό αληθοφανές σενάριο ζωής, με τα συστατικά της: γεγονότα, στοιχεία, συγκυρίες, εμπειρίες, αισθήματα. Χτίζει καταστάσεις, μηχανεύεται περιστάσεις, μοιράζει λύπες, αρρώστιες και αδιέξοδα, τους σκέφτεται πώς ήταν στο παρελθόν και φαντάζεται τι θα ήθελαν να κάνουν στο μέλλον. Τους χαρίζει καλές και κακές στιγμές (οι κακές έπονται συνήθως των καλών και συνδέονται με τα γερατειά και τις αρρώστιες). Παλινδρομεί, κάνει διορθώσεις για αυτό που είναι και τι κάνον. Είναι, και τελικά γίνονται τόσο πραγματικοί για τον συγγραφέα που τον επηρεάζουν άμεσα. Βγάζει άμυνες και επιθέσεις αντιδρώντας στα υπαρκτά πρόσωπα με τις πλασμένες υποθέσεις ζωής, σαν να ήταν ενιαίες οντότητες. Το πραγματικό μαγειρεύεται με το πλαστό και φτιάχνει δική του γεύση, μπερδεύοντας τα σύνορα και τις βεβαιότητες.
Έτσι όπως εμείς, όταν καθόμαστε στις καφετέριες, κοιτάμε ένα γύρω και ψάχνουμε με τα μάτια τους άλλους, τους μετράμε και για παιχνίδι, μαντεύουμε από πού είναι, τι κάνουν στην καθημερινότητά τους, τις συνήθειές και τις επιδιώξεις τους. Παιχνίδι διασκεδαστικό, ελεύθερων σχεδιασμών που προδίδει και την διάθεση και στάση όσων το παίζουν. Ο Θ. βλέπει δημόσιους υπαλλήλους με ιδιαίτερη προτίμηση στο υπουργείο Γεωργίας και σε διάφορα ταμεία, ο Η. βλέπει την αγωνία των μοναχικών ανδρών και των μειονεκτικών ανθρώπων, ο Α. βλέπει την αστεία πλευρά του καθενός στις προσωπικές στιγμές του, ο Χ. επικεντρώνεται στις σχέσεις της παρέας, η Ο. ξαφνιάζεται όταν δεν ταιριάζει ο ήχος της φωνής με την εμφάνιση και πάει λέγοντας.
Το παιχνίδι των ανθρώπινων ιστοριών, η παρατήρηση και η πραγματικοφαντασιακή καταγραφή είναι η δουλειά του συγγραφέα νύχτα και μέρα. Για παράδειγμα ο Οζ, το δίνει νύχτα, εφαρμοσμένο πάνω σε μια εκδήλωση γνωστή του, που έχει επαναλαμβανόμενα βιώσει. Δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά ένα βιβλίο για το γράψιμο, για τον μηχανισμό παραγωγής αφηγήσεων οι οποίες πάντως περιλαμβάνουν τον ίδιο τον αφηγητή, πρόκειται για αληθινές εικόνες, επεξεργασμένες όμως, ντυμένες μυθοπλαστικά αν και είναι αληθοφανείς. Εφαρμοσμένη στην πράξη λογοτεχνική θεωρία. Χωρίς οδηγίες και συμβουλές, αφ’ υψηλού και από την απέξω. «… γράφεις… σαν φωτογράφος οικογενειακών συναθροίσεων… πηγαίνεις και τους τακτοποιείς σε ημικύκλιο με τους ψηλούς όρθιους, στα πόδια τους καθίζεις τους κοντούς,… μειώνεις τα κενά μεταξύ τους… ισιώνεις απαλά… κανένα κολάρο, το γιακά ενός πουκάμισου,…» (σ. 142).
Μικρά κεφάλαια, μιάμιση έως δυόμιση σελίδων, προβολές σκέψεων που δεν διαρκούν παραπάνω. Φλασιές που πάνε και έρχονται, συμπληρώνονται, προχωράνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Η μορφή που κουμπώνει με το περιεχόμενο και την μέθοδο.
Η νύχτα… ανοίγει με έναν καταιγισμό ερωτήσεων (Γιατί γράφεις; Και για ποιον; Γιατί με αυτόν τον τρόπο,…) τις οποίες ο συγγραφέας επαναφέρει, σχεδόν βασανιστικά, ενοχικά, χωρίς να καταφέρνει να τις απαντήσει επακριβώς, ενώ έχει πλησιάσει με την ατομική του διορατικότητα και μας έχει φέρει σε κοντινό πλάνο μια επίγνωση. Κίνητρό του όταν ήταν μικρός «μια ανεξάντλητη περιέργεια να προσπαθήσει να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι προξενούν διαρκώς στους συνανθρώπους τους και στον εαυτό τους πράγματα που δεν είχαν καθόλου την πρόθεση να προξενήσουν.»

Και καλά μπάνια!

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 38


Πόλυ Βασιλάκη, Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Η κυρία Καμηλοπάρδαλη ήταν σοφή!, εικονογράφηση Λίλα Καλογερή, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 28 σ. + 4 σ. χωρίς αρίθμηση.
Σειρά: Χωρίς σωσίβιο, επίπεδο 2.

Από όλα τα ζώα της ζούγκλας μόνο η καμηλοπάρδαλη με τα στρογγυλά κόκκινα γυαλιά δεν έτρεμε το λιοντάρι, την τίγρη και τον πάνθηρα. Τα άγρια ζώα που όταν μούγκριζαν, τρόμαζαν τα άλλα ζώα, τα μικρά σαν την μαϊμού και τον σκίουρο αλλά και τα πιο μεγάλα σαν το ελάφι και τον ελέφαντα. Όταν έβλεπαν τα νύχια και τα δόντια τους φοβόντουσαν, έτρεχαν, κρυβόντουσαν.
Ατάραχη έκανε η καμηλοπάρδαλη το πρόγραμμά της νύχτα μέρα. Όλοι απορούσαν με την στάση της και τα ζώα που φόβιζαν και αυτά που φοβόντουσαν. Εκείνο που την διαφοροποιούσε, ανακάλυψε η μαϊμού κρυφοκοιτάζοντας ένα βράδυ, ήταν ότι διάβαζε.
Η είδηση μεταφέρθηκε στην ζούγκλα και προκάλεσε μεγάλη απορία. Το άγριο τρίο της χτύπησε την πόρτα να ρωτήσει. Πρόθυμα η καμηλοπάρδαλη τους έδειξε την πλούσια βιβλιοθήκη της και τους εξήγησε ότι η γνώση σκοτώνει τους φόβους. Για παράδειγμα τα άγρια ζώα επιτίθενται όχι από κακία αλλά από πείνα. Η απάντηση ανακούφισε τα τρία θηρία που στην πραγματικότητα δεν ήθελαν να είναι κακά. Ήθελαν να έχουν φίλους και να κάνουν παρέα και με άλλα ζώα και όχι μοναχά αναμεταξύ τους. Η καμηλοπάρδαλη που μοιράστηκε το μυστικό της, έγινε η βιβλιοθηκονόμος της ζούγκλας όπου η ζωή ρυθμίστηκε αλλιώτικα. Χωρίς φόβο, με γνώση και συλλογικότητα.
Μικρό βιβλιαράκι που απευθύνεται σε παιδιά της πρώτης και της δευτέρας δημοτικού που αρχίζουν να διαβάζουν χωρίς υποστήριξη και είναι σε θέση να διαχειριστούν ένα λεξιλόγιο περίπου 400 λέξεων. Οι ζωγραφιές καταλαμβάνουν τον πιο σημαντικό χώρο με τα ζωντανά τους χρώματα, τις φιλικές φιγούρες και τα παιχνίδια που βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου.
Το βιβλίο δεν αποτελεί μόνο ένα πεδίο αναγνωστικής άσκησης. Ταυτόχρονα μιλάει για αυτήν. Δικαιώνει την διαδικασία της ανάγνωση και την προάγει συνολικά, με επιχειρήματα. Η ανάγνωση είναι κατάκτηση που οδηγεί σε μια δύναμη δική της που δεν στηρίζεται στα δυνατά δόντια και νύχια, στα μουγκρητά, στην σωματική βία. Η ισχύς της είναι η γνώση για τα πράγματα και τα ζητήματα που μας περιβάλλουν. Αυτά που έχουν μελετηθεί από άλλους, τα αυτονόητα και τα μη, τα δύσκολα, τα μυστήρια και επικίνδυνα, τα πληγωτικά, στην τελική όλα. Η ιστορία της κυρίας καμηλοπάρδαλης καλλιεργεί την εμπιστοσύνη σε αυτά που η ανθρωπότητα έχει κερδισμένα στα χωράφια της γνώσης. Και με αυτήν την έννοια προσπαθεί να διαπλάσει κιόλας το πνεύμα, να κερδίσει τις εντυπώσεις για τις ωφέλειες που απορρέουν από το να ξέρει κανείς…

Η ιστορία μιλάει και για την διανομή των ρόλων. Το πόσο δύσκολο είναι να βγει κανένας από τον κοινωνικό του ρόλο και να παίξει το έργο της ζωής του διαφορετικά από το προβλεπόμενο –ίσως και επιτρεπτό δοσμένο σενάριο. Στην περίπτωση που γίνει μια ανατροπή περνάει μέσα από τον δρόμο της κατανόησης και της γνώσης, φορέας της οποίας είναι ο έντυπος -σήμερα δεν μπορεί να μείνει στην απέξω και διαδικτυακός– πολιτισμός μας. Αυτός ο πολιτισμός είναι λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας που από την μια πληροφορεί, ενημερώνει, μας μαθαίνει αλλά από την άλλη συχνά μπερδεύει.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 37


Όσνε Σέιερσταντ, Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ, μετάφραση Άννα Παπαφίγκου, επιμέλεια Θέμις Μίνογλου, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2003, 292 σ., σειρά: Cosmos 3.

Διαλέγω να μαθαίνω και να σπρώχνω τα πολύ δύσκολα σε γωνιές κρυφές, είναι αλήθεια. Με τον Βιβλιοπώλη της Καμπούλ μαθαίνω πράγματα που γίνονται στην παραπέναντι όχθη και διαλέγω να μην ξεχνάω. Το αντίθετο μάλιστα, διαβάζω για να φωτίζω ξανά, όχι από περαστική περιέργεια μα ακριβώς για να μην ξεχνάω. Γιατί τότε, αν το κάνω, είναι σαν να κλείνω τα μάτια και να διαλέγω να ζω στον κόσμο της ροζουλής Μπάρμπι, στον επίπεδο τηλεοπτικό χωρόχρονο, στο ενημερωμένο αδιάφορο.
Πιο ρεαλιστικός ο τίτλος του βιβλίου δεν γινόταν. Μιλάει για τον Σουλτάν Χαν, έμπορο βιβλίων στην πόλη της Καμπούλ που επιβλήθηκαν κατά σειρά οι κομμουνιστές, οι Μουτζαχεντίν και οι Ταλιμπάν, όλοι φέρνοντας μαζί τους όλη την βία σε όλες τις εκφάνσεις της. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2002 στο Όσλο και περιλάμβανε εικόνες και διηγήσεις, αν και προσωπικές, πρόσφατες και επίκαιρες έως και το 2001.
Η συγγραφέας δημοσιογράφος, αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρεί την ζωή στο δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο, ζώντας μέσα στο τριάρι του βιβλιοπώλη. Μοιράζεται την καθημερινότητα των γυναικών και των παιδιών. Περιγράφει και παρατηρεί τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, τον τρόπο που διαμορφώνονται, το σκεπτικό που τις διέπει. Πάντοτε, βέβαια, με τα μάτια και στα βήματα του ανθρώπου της Δύσης. Παρατηρεί και σχολιάζει και όσα διαδραματίζονται στο δημόσιο γίγνεσθαι. Το βιβλίο λειτουργεί ως κεραία λήψης μηνυμάτων που έρχονται από πολλές κατευθύνσεις. Κύρια δίοδος είναι η επικοινωνία στην αγγλική γλώσσα. Η οικογένεια είναι από μόνη της μια ιδιαίτερη οικογένεια μιας και γνωρίζει όχι μόνο γραφή και ανάγνωση αλλά και αγγλικά. Και παρόλα αυτά ο βιβλιοπώλης που ενδιαφέρεται για το μέλλον της χώρας του, διαθέτει άποψη πολιτική αλλά και επιχειρηματική –την οποία εφαρμόζει με πρόγραμμα και αδιάλλακτη σκληρότητα όπου κρίνει απαραίτητη–, με τις γυναίκες του σπιτικού του είναι σκληρός, χωρίς κατανόηση για τις ανάγκες τους, τα όνειρα που είναι δυνατόν να έχουν και τις απογοητεύσεις τους. Σκληρός είναι και με τους γιους τους που δεν ακούει και τους χρησιμοποιεί ανάλογα με τις υποχρεώσεις των βιβλιοπωλικών καταστημάτων του.
Ο Σουλτάν, γιος αναλφάβητων γονέων, εγκατέλειψε το επάγγελμα του μηχανικού εξαιτίας της αγάπης του για τα βιβλία. Πλασιέ βιβλίων στα εφηβικά του χρόνια, φρόντισε να προμηθεύει τους συμφοιτητές του με τα κατάλληλα εγχειρίδια, αγόρασε ένα στοκ βιβλίων διαφόρων θεμάτων από την Τεχεράνη για να ανοίξει το πρώτο του βιβλιοπωλείο στην αγορά την δεκαετία του 1970. Πουλούσε κείμενα εγκριμένα και από τους Μουζαχεντίν και από τους κομμουνιστές, ό,τι ήθελε η εξουσία αλλά και ό,τι ήθελε ο κόσμος. Τα απαγορευμένα τα έκρυβε. Δυο φορές τον συνέλαβαν, έφαγε ξύλο μέχρι ολικού μελανιάσματος, μπήκε φυλακή στην πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων, μακριά από βιβλία και χαρτιά. Δωροδοκώντας κατάφερε να βάλει λαθραία βιβλία, διάβασε ιστορία, ποίηση, λογοτεχνία, περσική φιλοσοφία και η ήδη σταθερή απόφασή του να έχει να κάνει με τα βιβλία, ρίζωσε κάθετα. Βγαίνοντας για λόγους ασφάλειας, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Πακιστάν. Στην επιστροφή τους βρήκε το βιβλιοπωλείο λεηλατημένο, τις συλλογές του κατακλεμμένες, όπως άλλωστε και αυτές της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Οι Ταλιμπάν συνέχισαν το έργο της καταστροφής των βιβλίων και ισοπέδωσαν κάθε δείγμα πολιτισμού. Παρόλα αυτά ο Σουλτάν κατάφερε να διατηρεί τρία βιβλιοπωλεία στην Καμπούλ και να διαθέτει περισσότερα από 10.000 βιβλία κρυμμένα εδώ και εκεί, σε πολλά σημεία. Ήλπιζε ότι κάποτε όλα θα τελείωναν. Η χώρα θα ξαναστηνόταν και η Εθνική Βιβλιοθήκη θα ξαναλειτουργούσε. Η σχέση των διαφορετικών καθεστώτων με το βιβλίο ελεγκτική, επιθετική, καταστροφική και οι άνθρωποι του βιβλίου σε διωγμό.

Ο βιβλιοπώλης –άνθρωπος του βιβλίου σαφώς– είναι εκείνος που πουλά βιβλία ή είναι και ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου, κρίκος βασικός στην μακρά αλυσίδα παραγωγής –συχνά βιβλιοπώλες είναι και εκδότες– και διακίνησης του βιβλίου. Είναι ο βασικός υπεύθυνος που φέρνει το βιβλίο στο κοινό, το βάζει στην βιτρίνα για τον περαστικό, στον πάγκο για όσους θέλουν να πιάνουν το χαρτί, να ελευθερώνουν την μυρωδιά του μελανιού, να ξεφυλλίζουν, να αγοράζουν και να βυθίζονται σε κόσμους τυπωμένους…