
Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, Το χάρτινο σπίτι, μυθιστόρημα, μτφρ. Λένα Φραγκοπούλου, Πατάκης, Αθήνα 2004, 107 σ.
Αφιερωμένο στην Mafalda
Βραβευμένο όχι άδικα, πολυδιαβασμένο πλατιά, πολυεκδομένο και πολυμεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες έτσι ώστε πολλοί να μοιράζονται άλλη μια περιπέτεια ανθρώπων και βιβλίων. Ανθρώπων που γνωρίζονται χάρη σε βιβλία, βιβλίων που παρεμβάλλονται στη σκέψη των ανθρώπων και ανθρώπων «που αλλάζουν το πεπρωμένο των βιβλίων», όπως γράφει ο Ντομίνγκες (σ. 83).
Από το ξεκίνημά της αφήγησης τα βιβλία παρουσιάζονται με διπλή υπόσταση: την του περιεχομένου τους, πνευματική, και την φυσική τους διάσταση, με τον όγκο τους, το βάρος τους. Αυτή η φυσική παρουσία των βιβλίων μπορεί να επηρεάζει, να έχει συνέπειες και να δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα στους ανθρώπους. Τραυματίζουν αν πέσουν πάνω σε κεφάλια, σπάνε πόδια, γεμίζουν ασφυκτικά το ζωτικό χώρο των ανθρώπων. Έχουν και μικρότερες καθημερινές χρήσεις είναι αλήθεια στηρίζουν σπασμένα αντικείμενα, ισιώνουν ανάμεσα στις σελίδες τους, κρύβουν άλλα πολύτιμα χαρτιά. Αν τα βιβλία είναι επικίνδυνα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ένα μοτίβο που έρχεται και επανέρχεται από διαφορετικές κατευθύνσεις και στιγμές, μοιάζει να βασανίζει και μάλλον είναι μια μεγάλη κουβέντα που θα είναι ενδιαφέρουσα όταν καταπιαστούμε με αυτήν.
Ο συγγραφέας διηγείται σε πρώτο πρόσωπο την εμπλοκή του σε μια παράλληλη ιστορία που γίνεται συνεχώς λόγος για βιβλία και ακόμα περισσότερα βιβλία από το νοτιαμερικανό ημισφαίριο, από την αγγλοσαξονική παράδοση και την κλασική γραμματεία με πινελιές από την παραγωγή του υπόλοιπου πλανήτη (παρών και ο Ζορμπάς). Ακολουθεί τα βήματα της ηρωίδας του Μπλούμα Λέννον που την πατάει ένα αυτοκίνητο ενώ περπατάει διαβάζοντας ποίηση μόλις στην πρώτη παράγραφο, αφήνοντας πίσω της ένα μυστήριο. Ένας φάκελος που περιέχει το βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ Γραμμή Σκιάς, με δική της αφιέρωση, και ίχνη τσιμέντου στα εξώφυλλα, φτάνει στα χέρια του, μετά τον θάνατό της. Θα προσπαθήσει να μάθει την περιπέτεια του βιβλίου. Θα μοιραστεί τον τρόπο που προσπαθεί να πλησιάσει την καρδιά της ιστορίας, σαν αστυνομικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μια ιστορία δικαίωσης της μνήμης. Παράλληλα, θα καταθέσει τις σκέψεις του για τις τυπωμένες σελίδες των βιβλίων, τις σελίδες που είναι και εικόνες-ζωγραφιές με τα τυπογραφικά τους στοιχεία, τις αναλογίες τους, τα περιθώρια, την ποιότητα του χαρτιού, τις μύριες λεπτομέρειές τους που τις συνθέτουν. Τον ρυθμό της όποιας γλώσσας που αποτυπώνεται οπτικά. Τις φωνές που κλείνονται στο μελάνι. Λέξεις δεμένες στον καμβά του χαρτιού. Τα βιβλιοπωλεία και οι βιβλιοθήκες, αποικίες προσωπικών επιλογών, κομματιών του κάθε εαυτού, είναι ζωντανοί οργανισμοί με ψυχή. Το ένα διάβασμα οδηγεί στο επόμενο, και τα βιβλία δένονται μεταξύ τους με σκοτεινούς συγγενικούς δεσμούς. Ο τρόπος που φερόμαστε σε αυτά, αν αφήνουμε τα σημάδια μας επίτηδες, με κάποιο σκεπτικό στο χάρτινο δέρμα τους ή τα αγιοποιούμε.
Ο συγγραφέας ξετυλίγει το κουβάρι των ενδείξεων, διηγήσεων που τον οδηγεί τελικά στην βιβλιοθήκη από όπου προήλθε το βιβλία μυστήριο με την αφιέρωση της Μπλούμα. Όταν φτάνει στην λύση σχεδόν τίποτα δεν υπάρχει από τον άνθρωπο συλλέκτη ούτε την βιβλιοθήκη του, παρά σκόρπιες διηγήσεις για τη ζωή του στην παραλία της Ρότσα στην Ουρουγουάη, αρκετές όμως για να τον δούμε έστω και σε ελλειπτικά πλάνα. Η βιβλιοθήκη του είναι σαν ναυαγισμένο κουφάρι που αναδύεται από την άμμο, γεμάτο τραύματα, σημαδεμένη ανεπανόρθωτα.
Τα βιβλία αποτέλεσαν για τον Κάρλος, φανατικό συλλέκτη, αναγνώστη και εραστή της Μπλούμα, δομικό υλικό πέρα από το πλάσιμο της προσωπικότητας και καταφύγιο συλλογισμών, τον ίδιο τον εαυτό του. Τα χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη, ως τούβλα για την κατασκευή μιας ανθρώπινης φωλιάς που προστατεύει από το κρύο, κρατάει τη βροχή, σταματάει τη δημόσια θέαση, δροσίζει, ένα σπίτι αυτό καθεαυτό. Τα βιβλία σπίτι, όπου οι τοίχοι αντί για χρώμα ή ταπετσαρία να είναι τίτλοι βιβλίων, κολλημένοι με τσιμεντόσκονη, και όχι βαλμένα κατά κατηγορίες, κατά αύξοντα αριθμό ή κάτι άλλο, τέλος πάντων βιβλιοθηκονομικής σύλληψης, αλλά ανάλογα με το σχήμα, τον όγκο, τις ανάγκες της τοιχοποιΐας. Κλειστά και βουβά, το ένα πάνω στο άλλο, σφιχτά κι σταθερά, ώσπου...
Το χάρτινο σπίτι μού την έπαιξε ακριβώς στην τελευταία σελίδα, τρεις αράδες πριν το τέλος, κατάφερε να μου κλέψει ένα δάκρυ. Στον απόσκιο του…
Πώς τα κατάφερα πάλι και γύρισε στο μελό. Αδιόρθωτη.
Να το προσέξω την επόμενη φορά. Γεια