Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 46


Pierre Péju, Η μοναχούλα, μετάφραση Κατερίνα Δασκαλάκη, ποταμός, Αθήνα 2005, 195 σ.

Με ένα σοκαριστικά τρομαχτικό ξεκίνημα, ένα ξεδίπλωμα δυνατό και τρυφερό, αβάσταχτο και δυσβάσταχτο, και ένα τέλος τελεσίδικο για όλα τα πρόσωπα που ήδη στερημένα από μία κανονικότητα, χάνονται. Οι ζωές τους διασταυρώνονται κατά λάθος, εξαιτίας ενός ατυχήματος, και μετά εξαφανίζονται. Η ιστορία που τους έφερε κοντά τους καταπίνει. Σχεδόν χωρίς καμία ελπίδα, αν και που και που πάει να σκάσει μύτη.
Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου το «ρήμα είναι» Βολλάρ χτυπάει με το γεμάτο βιβλία φορτηγάκι του μία μικρούλα που πετιέται στο δρόμο ένα βροχερό βράδυ του Νοέμβρη. Η Εύα πέφτει σε κώμα. Η μητέρα της η Τερέζα Μπλανσό, η διάφανη γυναίκα, η ανήσυχη που δεν ησυχάζει, που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση σαν για να μπερδέψει την αταξία που την κυριαρχεί, «θλιμμένη και χωρίς σημασία», όπως σημειώνει στο τετραδιάκι της, με δυσκολία κάθεται στο πλευρό της. Ο βιβλιοπώλης Βολλάρ αναλαμβάνει να της μιλά μέσα στο αφτί, στο υποσυνείδητο μήπως και ανοίξει τα μάτια. Στ’ αλήθεια δεν της μιλά, της απαγγέλλει σελίδες λογοτεχνίας, της διαβάζει το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Αποτελεί φαινόμενο μνήμης, από μικρός. Αναγνωρίζει τα σώματα των βιβλίων με ένα απλό κοίταγμα, του έρχονται στο νου όσο παλιές και να είναι οι αναγνώσεις του, παρέα με τις μυρωδιές των στοιχειοθετημένων χαρτιών, οι εικόνες των διάστικτων σελίδων. Ο γιγάντιος κοκκινοτρίχης αναγνώστης Βολλάρ, τότε, αυτόματα ανακαλεί το περιεχόμενο των βιβλίων. Ξέρει ιστορίες βιβλίων που έσωσαν ανθρώπους, όταν βλέπει καινούργια βιβλία τον πιάνει λαιμαργία να τα καταβροχθίσει, ανοίγει τα κιβώτια με ασίγαστη πείνα.
Μέσα από τις ιστορίες μοναξιάς του Βολλάρ, της Τερέζα Μπλασό, της μικρής Εύας, της βοηθού στο βιβλιοπωλείο κυρίας Πελαγίας, του άλλοτε πολύ φανερού άλλοτε στην σκιά αφηγητή, ξεσκεπάζεται ένα άλλο είδος ανάγνωσης, ένας διαφορετικός ρόλος [που δεν περιλαμβάνεται ούτε καν στην Αναγνώστρια Βιβλία για βιβλία 31]. Δεν ταιριάζει σε κανένα είδος: ανάγνωση ταξίδι, ανάγνωση ευχαρίστηση, λήθη, μοίρασμα, αγάπη… Το επαγγελματικό στο οποίο επιδίδεται η Πελαγία, πολύ γλήγορο, διαγώνιο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προτίμηση, έτσι για να είναι σε θέση να απαντήσει στις ερωτήσεις των πελατών.
Ακόμα και για τον βιβλιοπώλη Βολλάρ είναι μια αποκάλυψη. Αυτός με το τρελό, αδιάκοπο διάβασμά του ανακάλυπτε τις πληγές των άλλων (των συγγραφέων). Το διάβασμα ήταν η επίσκεψη στις βαθύτερες και κατάμαυρες σκοτεινές πληγές. Διάβαζε κραυγές ακόμα και στις πιο δεξιοτεχνικά καλοφτιαγμένες προτάσεις, ολημερίς δημόσια και τις νύχτες που τον χτυπούσε η ξαγρύπνια. Διάβαζε τις κραυγές των άλλων για να σιγάσει τις δικές του. Άφηνε να τον τραβάνε εκείνες για να μην ακούει τους ήχους του κεφαλιού του.
Το μεγαλόφωνο διάβασμα, οι απαγγελίες στην μοναχούλα (πολλοί άνθρωποι μοναχούλιδες κείτονται) χρησίμευε σε κάτι διαφορετικό. Ένα κομπολόι λέξεων γραμμένων που χτυπάνε η μία πάνω στην άλλη, μετά την άλλη, με φωνή να τρυπώνει στους πόρους των αφτιών, του δέρματος, να γλιστρά, να γιατρεύει, να κρατάει στη ζωή. Και η μοναχούλα επανέρχεται, σιωπηλή και εύθραυστη.
Το βιβλιοπωλείο «το ρήμα είναι» ανήκει στην κατηγορία των βιβλιοπωλείων που συνδυάζει την αφόρητη ακαταστασία με την επιμελημένη τάξη που επιτρέπει να εντοπίζονται οι τίτλοι. Εμπόριο βιβλίων μικρής κλίμακας, με την προσωπικότητα του βιβλιοπώλη διάχυτη. Όταν παίρνει φωτιά, σιγοκαίγεται, όλα καταστρέφονται και τα βιβλία μουλιάζουν στα νερά και τα άλλα υγρά των πυροσβεστών. Καταστρέφεται άδοξα πριν ρημάξει εντελώς.

Και πάλι με πήρε από το χέρι το λαγωνικό, δίνοντάς μου αυτό το δικό του βιβλίο, με το όνομά του στην πρώτη λευκή σελίδα, όπως συνηθίζει να κάνει, μαζί με την ημερομηνία απόκτησης. Αντίτυπο που, όπως όλα του τα βιβλία, είναι διαβασμένο με μια ειδική προσοχή. Με το βλέμμα να αχνοακουμπάει στην εσωτερική πλευρά των σελίδων καθώς δεν ανοίγει, η ράχη δεν έχει υποστεί καμία πίεση. Αν και μοιάζει απάτητο, αραιά και που, να, σταθερές μολυβένιες υπογραμμίσεις. Ακράδαντα σημάδια της επίσκεψή του. Ίσως και εγώ να υπογράμμιζα εκεί, ίσως πάλι αλλού, λίγο πιο πάνω, πιο μετά. Και πάντως, όχι τόσο έντονα, πιο αχνά, αδιόρατα, να μην προδοθώ. Με ενθαρρύνει να κάνω τις δικές μου σημάνσεις. Διστάζω, αφήνω ίχνη ακόμα πιο μυστικά. Θα το επιστρέψω με έναν μικρό λεκέ στο οπισθόφυλλο, δεν σβήνεται, και ντρέπομαι. Θα το πω πριν το δει.

Σήμερα τελευταία Κυριακή του Καλοκαιριού του 2008.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 45


Suzanna Tamaro, Χαρτοφοβία, εικονογράφηση Τζοβάννι Μάννα, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003, 2004, 53 σ.
Σύγχρονη Λογοτεχνία για παιδιά και νέους, Συλλογή Μικρά Σπουργιτάκια 5, για παιδιά από 5 ετών.

Το βιβλίο είναι περπατημένο. Πρωτοκυκλοφόρησε στην γλώσσα του, τα ιταλικά, το 1994, έχει κάνει δύο εκδόσεις στα ελληνικά και η μετάφρασή του επιδοτήθηκε από το πρόγραμμα «Πολιτισμός 2000» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θέμα του, το διάβασμα και τα θετικά του. Υπάρχει όμως, ένα ζήτημα. Το διάβασμα αποτελεί, ξανά, αξία που θα πρέπει να κατακτηθεί.
Ο Λεοπόλδος είναι οκτώ χρονών και οι γονείς του τον βομβαρδίζουν με τόνους βιβλίων που τον ζαλίζουν. Καθόλου δεν τα θέλει, καθώς ποτέ δεν τα είχε επιθυμήσει. Ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που ζητούσε και ποτέ δεν λάμβανε ήταν το όνειρό του. Ο ψυχολόγος που επισκέπτονται κάνει την διάγνωσή του, «χαρτοφοβία». Ασθένεια, στα όρια της επιδημίας, της εποχής μας που εξαπλώνεται συνεχώς. Υπεύθυνοι είναι η τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια (δεν είχε διαδοθεί το διαδίκτυο ακόμα όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, ειδάλλως σίγουρα θα το συμπεριλάμβανε και αυτό ο καλός γιατρός). Απειλητικά βιβλία βρίσκουν τον Λεοπόλδο αφύλαχτο στον ύπνο του. Χάρτινοι όγκοι τον καταδιώκουν για να τον συνθλίψουν. Οι γονείς ακολουθούν τις συμβουλές του γιατρού, μετέρχονται και άλλων μεθόδων –της ομοιοπαθητικής, δηλαδή αποκλειστικά και μόνο και περισσότερα επιπλέον βιβλία. Ο Λεοπόλδος υποφέρει, απλά δεν μπορεί.
Η επικοινωνία χρειάζεται κανάλια, κάποια, έστω και στενά, για να κυκλοφορήσουν τα μηνύματα. Η επικοινωνία γίνεται όχι μόνο με λόγια αλλά και με μη λόγια, με κινήσεις, με ερωτήσεις, με συγκρίσεις. Χωρίς συνεννόηση, οι άνθρωποι ωθούνται στο κλείσιμο, την απόσταση, μέχρι την απελπισία που δεν είναι και ο σωστός οδηγός. Συμβαίνει και εκεί που οι άνθρωποι νοιάζονται. Οι παρεξηγήσεις δεν οφείλονται σε έλλειψη ενδιαφέροντος γιατί οι γονείς του Λεοπόλδου ενδιαφέρονται με τον τρόπο τους, μα έλα που ο τρόπος τους δεν είναι ο τρόπος του Λεοπόλδου. Το ίδιο ισχύει και για τα δώρα. Ισορροπία του δώρου είναι από την μια να εκφράζει εμάς που το προσφέρουμε και από την άλλη να προκαλεί ευχαρίστηση σε αυτόν που το λαμβάνει. Δεν είναι αυτονόητο ότι ό,τι αρέσει σε εμάς αρέσει και στον δωροδέκτη, ακόμα και αν πρόκειται για κοντινό μας άνθρωπο. Το δώρο προσφέρει μια επικοινωνία αν μέσα του κλείνει ένα μέρος από εμάς και μια σκέψη προς τον παραλήπτη.
Οι απαντήσεις που παίρνει ο Λεοπόλδος στην ερώτησή του «γιατί πρέπει να διαβάζουμε», δεν τον ικανοποιούν. «Όποιος διαβάζει κατέχει το νόημα και έχει δύναμη», «γιατί είναι σπουδαίο πράγμα», «γιατί κάνει το μυαλό να δουλεύει», «μας αλλάζει», «χωρίς βιβλία δεν υπάρχει επιτυχία». Οι θεωρίες είναι καλές και άγιες αλλά αν δεν σου κάνουν, απλά δεν σου κάνουν. Δεν φτάνουν από μόνες τους.
Ο Λεοπόλδος αποφασίζει να το σκάσει. Η περιπέτειά του θα δώσει την λύση του θέματος. Στο πάρκο συναντά έναν τυφλό σοφό γερούλη, ο οποίος του διηγείται την ναυτική ζωή του που μας θυμίζει ένα μπέρδεμα πολλών κλασικών βιβλίων. Ο Λεοπόλδος μαγνητίζεται. Ο γερούλης δεν έχει καταφέρει να διαβάσει το τέλος ενός βιβλίου, του Αστροταξιδευτή και ζητά την συνδρομή του Λεοπόλδου που πάλι δυσκολεύεται να διαβάσει στο βιβλιοπωλείο. Η πωλήτρια επισημαίνει ότι έχει ξεχάσει τα γυαλιά του! Δεν μπορούσε να διαβάσει!
Το ζήτημα δεν ήταν θεωρητικό. Ήταν πρακτικής φύσης. Είναι φορές που ενώ θέλουμε δεν, για λόγους άλλους. Είναι οι συνθήκες τέτοιες και θα πρέπει να επέμβουμε σε αυτές και όχι στην θεωρία.
Τελικά, ένας τυφλός άγνωστος με κατανόηση ανακαλύπτει την αιτία που έδιωχνε τον Λεοπόλδο από το γραμμένο χαρτί, της χαρτοφοβίας του, ίσως να μην είναι άσχημη ιδέα να ακούμε και άλλους ανθρώπους. Τελικά, ο γερούλης δεν ήταν ναυτικός αλλά νυχτοφύλακας που γέμιζε τις ώρες του με ταξίδια και ιστορίες που γνώρισε και αναγνώρισε ο Λεοπόλδος. Τελικά, το διάβασμα κέρδισε και τον οχτάχρονο ήρωά μας που χρειαζόταν ένα ζευγάρι γυαλιά!

Τελευαία ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων, σήμερα.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 44



Ένα εισαγόμενο βιβλίο για βιβλία


Dany Laferrière, Je suis un écrivain japonais [=Είμαι ένας Ιάπωνας συγγραφέας], μυθιστόρημα, εκδόσεις Boréal, Κεμπέκ Καναδάς 2008, 263 σ.

Στο αεροδρόμιο του Κεμπέκ με τα τελευταία αναπάντεχα τριάντα καναδέζικα δολάρια στην τσέπη που είχα υπολογίσει για την μεταφορά από το ξενοδοχείο. Δεν χρειάστηκαν όμως, γιατί είχε προβλεφθεί η μετακίνηση. Ευκαιρία να επενδύσω σε ένα βιβλίο. Οι επιλογές που προσφέρονται είναι βατές. Εφημερίδες και περιοδικά υπάρχουν πολλά περισσότερα, πιάνουν σχεδόν το σύνολο του τοίχου. Μπορώ να κοιτάξω όλους τους τίτλους, είναι στα γαλλικά, και να ξεφυλλίσω όλα τα βιβλία· δεν ξεπερνούν τα εξήντα και από αυτά, τα δέκα είναι του Κοέλο που βρίσκεται παντού σε διάφορες γλώσσες, με διάφορα εξώφυλλα. Διεθνής, διαπλανητικός, καταδιωκτικός. Σκουντουφλάω με τους άλλους που ψηλαφούν τα βιβλία στον περιορισμένο χώρο. Εντοπίζω δυο βιβλία που αναφέρουν στον τίτλο τους λέξεις που συνδέονται με βιβλία (Le livre des jours [=Το βιβλίο των ημερών] που διαδραματίζεται στην Νέα Υόρκη και αυτό εδώ). Θα ήθελα να τα πάρω και τα δυο αλλά δεν γίνεται. Θα πρέπει να διαλέξω. Ρωτάω τον νεαρό στο ταμείο αν τα ξέρει για να έχει γνώμη. Σηκώνει τους ώμους, μα χωρίς αδιαφορία. Μάλλον θα ήθελε να είναι σε θέση να απαντήσει. Πρέπει να αποφασίσω από μόνη μου. Στέκομαι ακίνητη να τα φυλλομετρήσω και τώρα οι άλλοι πέφτουν πάνω μου. Τα κοιτάζω, τα ψάχνω, τα μυρίζω –το χαρτί έχει σαφώς διαφορετική μυρωδιά. Εδώ βαραίνει περισσότερο το βιβλίο αντικείμενο, λίγες σκόρπιες λέξεις περνάνε, ναι, μπορώ να διαβάσω τούτο πιο καλά από το άλλο. Ανακουφισμένη που αποφάσισα, πλησιάζω το ταμείο. Χαμόγελα αναγνώρισης με τον ταμία και συνενοχής με την γυναίκα που περιμένει πίσω μου με άλλο βιβλίο.
Όλη η περιγραφή απαντά στο ερώτημα του Τζαμαϊκανού συγγραφέα που ζει στον Καναδά και θα συναντήσω στις σελίδες του τις επόμενες ώρες. Ποιες είναι οι διαδρομές των βιβλίων που καταλήγουν στα σπίτια που έχουμε αναγνωστική πρόσβαση; Πώς καταλήγουν, σε ποια ράφια;
Και να ‘μαι, μια Ελληνίδα καθισμένη σε τρεις διαφορετικές θύρες αναχώρησης αεροδρομίων σε μισή μέρα μέσα, με τα αγγλογαλλικά σε πρώτη χρήση, χωρίς να διακατέχεται από τον πατροπαράδοτο νόστο, σε ευθυγραμμισμένη συμβατότητα με το βιβλίο που μόλις επέλεξε και κάνει το ταξίδι περιπέτεια και στήριγμα στον γυρισμό. Οι συγγραφείς δεν έχουν εθνικότητα ή μάλλον παίρνουν την εθνικότητα των εκάστοτε αναγνωστών τους, λέει ο συγγραφέας που δεν του αρέσει να τον ρωτάνε για τα χαρακτηριστικά της γραφής του.
Ο Dany Lafferière αφιερώνει το βιβλίο του σε όσους θα ήθελαν να είναι κάποιος άλλος, όπως εκείνος ο έγχρωμος θα ήθελε να είναι Ιάπωνας, μιας και ακολουθεί το ταξίδι, τον τρόπο και τον τρόπο του ποιητή Basho (1644-1694). Μας έχει δηλώσει ρητά ότι προτιμά να διαβάζει από το να γράφει. Είναι αναγνώστης. Παιδική του επιθυμία του να μπει σε ένα βιβλίο και να μην επιστρέψει. Να ζήσει μέσα σε στίχους, αυτός που είναι ο ίδιος πλούσιος σε λέξεις, που φτιάχνει με άνεση τους πιο εύστοχους τίτλους βιβλίων και άρθρων για εφημερίδες.
Μεγάλη χαρά που μου δίνει το διάβασμά του. Με ρουφάει και για μεγάλα διαστήματα με αποκόβει το εναέριο και στριμωχτό περιβάλλον. Αναγνωρίζω στο ύφος του κάτι από τον Αλεξάκη και συνομιλούμε. Αναζητά το ιαπωνικό, όπως ο Αλεξάκης τον Άθω. Φαινομενικά σκόρπιες πληροφορίες για τα πριν εδώ και εκεί, για το καθεμέρα, διαβάσματα, ακούσματα, φήμες, συναντήσεις, διάχυτα, ένα ξετύλιγμα που σφίγγει γύρω από το θέμα και τον σπρώχνει μέσα στο θέμα. Στέκομαι στις σύντομες φράσεις του «Με κατοικεί αυτός ο ρευστός χρόνος», «ο κόσμος των ονείρων στα ακροδάχτυλά του» για έναν ζωγράφο, «πώς να ακουμπήσω την καρδιά ενός αντικειμένου», «μιλάμε στο κεφάλι μας την ίδια ώρα που μιλάμε με έναν άλλο», οι τηλεθεατές είναι «ένα πλήθος καθιστό», η έννοια της αυθεντικότητας τον θυμώνει, και άλλα. Τους δρόμους του μεταξιού, της ζάχαρης, των μπαχαρικών έχουν αντικαταστήσει εκείνοι του τένις, του γκολφ, των περιβαλλοντολόγων, των αρχηγών κρατών των αναπτυγμένων χωρών.
Βρίθει από Έλληνες η διήγησή του «Ιάπωνα» συγγραφέα. Σαν καθημερινότητα (ο Έλληνας ψαράς, σουβλατζής, θυρωρός που αγνοεί τον Πλάτωνα, κλπ) κύρια στο σημείο που αναφέρεται στα αντιπαθητικά κλισέ που θέλει να αναποδογυρίσει. Γελάω διαβάζοντας ότι το σουβλάκι είναι το μόνο ελληνικό εύρημα μετά την δημοκρατία.

Στο τέλος περιλαμβάνονται έξι σελίδες, μέρος του καταλόγου του εκδοτικού οίκου Boréal. Ονόματα γυναικών και ανδρών άγνωστα, πολλά με δύσκολη προφορά και τίτλοι, τίτλοι που μάλλον δεν θα μας αποκαλυφθούν –όπως και οι δικοί μας μάλλον δεν θα περάσουν από εκεί. Αρχικά με πιάνει στενοχώρια πως το πιθάρι της ανάγνωσης ποτέ δεν θα φτάσει σε έστω ικανοποιητικό βαθμό. Δεν είναι θάλασσες, πελάγη, ωκεανοί τα κείμενα των ανθρώπων ολούθε, είναι πλημμυρίδα. Μετά όμως, που το ξανασκέφτομαι το βλέπω και από την άλλη. Παντού υπάρχει η αγωνία της έκφρασης, των ιδεών και εικόνων που πλάθονται για να μετασχηματιστούν σε αισθήματα. Καλό αυτό.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 43


Μαρία Παπαγιάννη, Βιβλιοφάγος κατά… λάθος!, εικονογράφηση Σ. Τουλάτου-Π. Μπουλούμπασης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 22+2 χ. α.
Βιβλία για παιδιά και νέους, σειρά: χωρίς σωσίβιο, επίπεδο 1, Καβουράκια 5

Όσο και αν φαίνεται (μας) παράξενο τα βιβλία για πολλούς ανθρώπους είναι βαρετά· και μόνο στην όψη τους κάνουν γκριμάτσες αποστροφής και στο άκουσμα αναφοράς σε κάποιο βιβλίο δηλώνουν κάθετα την έλλειψη ενδιαφέροντός τους. Το διάβασμα δεν τους προκαλεί κανένα ρίγος συγκίνησης. Αντίθετα τους ξενερώνει απίστευτα. Το θεωρούν αντικοινωνικό, ότι δεν έχει να προσφέρει τίποτα, ότι είναι κουραστικό και απαιτεί αναίτιο κόπο, ότι αποτελεί χάσιμο χρόνου. Το θεωρούν το αντίθετο της ενέργειας και το χαρακτηρίζουν μούχλα. Ακόμα, θεωρούν ότι είναι συνδεδεμένο με το σχολείο, τους καλούς μαθητές (τα φυτά, τους σπασίκλες, κλπ), την παρατακτική όψη της μάθησης, την ατέλειωτη αποστήθιση.
Το διάβασμα είναι τέχνη που έχει τις τεχνικές της και δεν είναι έμφυτη. Δεν γεννιέται κανείς γνωρίζοντας γραφή και ανάγνωση. Δεν πρόκειται για διαδικασία αυτόματη ή αυτονόητη, όπως το περπάτημα για παράδειγμα. Είναι επίκτητο, μια κατάκτηση του πολιτισμού Διδάσκεται και καλλιεργείται. Υπάρχουν εκείνοι που εμπνέουν άλλους να διαβάσουν, πείθουν ότι πρόκειται για ένα είδος μοιράσματος. Μας τα έχει πει ο Πενάκ μια χαρά.

Ο Πέτρος, το αγόρι της ιστορίας, είναι ταξιδιάρης από βρέφος αλλά καθόλου διαβαστερός. Αντίθετα αποφεύγει τα βιβλία και αντιδρά αρνητικά στο διάβασμα. Ο καπετάνιος θείος του τού στέλνει κάρτες από τα μακρινά του ταξίδια και όταν τον ρωτάει τι θα ήθελε να του φέρει, σκέφτεται και απαντά «Θέλω ένα κομμάτι Κίνας». Και περιμένει τρεις μήνες γεμάτος λαχτάρα και αγωνία μέχρι που φτάνει ένα πακέτο. Δάκρυα τον πιάνουν όταν βλέπει ότι είναι ένα βιβλίο και το πετάει σε μιαν άκρη του δωματίου του να σκονίζεται, ώσπου πάνω στο βιβλίο πέφτει η μπάλα. Η μπαλιά ελευθερώνει την Κίνα, τους ορυζώνες, τους δράκους, τα μετάξια. Ένα σουτ που κάνει το κλικ. Ο Πέτρος, τώρα, όταν τον ρωτάει η μαμά του τι κάνει, απαντάει «ταξιδεύω». Εννοεί ότι διαβάζει. Το ένα ισούται με το άλλο. Διαβάζοντας γνώρισε ένα σωρό τόπους, είδε μέρη και συμμετείχε σε ένα σωρό πράγματα. Έγινε ένας βιβλιοφάγος, βρήκε εκείνα τα βιβλία που του μιλάνε.

Ένα βιβλίο για βιβλία που κλείνει το μάτι στα παιδιά, καθώς τους δείχνει τον δρόμο της ανάγνωσης που περνάει μέσα από αρχική αμφισβήτηση. Υπόσχεται ταξίδια και περιπέτειες στους δυσκολόπιστους. Τα παιδιά της Α΄ και Β΄ δημοτικού έχουν να διαβάσουν ένα βιβλίο για το διάβασμα, ένα ξεκίνημα για περισσότερες βόλτες χωρίς να περνάνε το κατώφλι του σπιτιού τους.
Το βιβλίο κλείνει με δυο παιχνίδια γνώσεων: ένα γεωγραφίας και ένα αριθμητικής. Η εικονογράφηση ανοιχτόκαρδη σαν ζωγραφισμένη μπροστά μας με κραγιόνια, τα συννεφάκια με τα λόγια διασκεδάζουν το κείμενο.

Ας ετοιμαστούμε να ταξιδέψουμε όλοι μας στην Κίνα έτσι και αλλιώς. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έφτασαν!

Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 42




Ζοζέ Σαραμάγκου, Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας, μυθιστόρημα, μετάφραση από τα πορτογαλικά Αθηνά Ψύλλια, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998, 398 σ.
σειρά: συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο


Θα έλεγε κανείς ότι με τον καιρό η ανάγνωση γίνεται ευκολότερη, όπως γίνονται πολλά πράγματα με το πέρασμα του χρόνου. Η επανάληψη και η εξάσκηση κάνουν τις διαδρομές μηχανισμούς βολικούς. Ο έμπειρος αναγνώστης ρουφάει τα βιβλία άκοπα, καταπίνει το περιεχόμενο με την ευχέρεια της τριβής στο άθλημα. Μπορεί και να συμβαίνει, μπορεί πάλι όχι σε βιβλία ενδιαφέροντα. Τα διαβάσματα σωρεύονται, δημιουργούν επίπεδα, γωνιές, διακλαδώσεις, δεν μένουν στα χοντρά, φτιάχνουν διαφοροποιήσεις, φέρνουν συσχετισμούς και αλληλουχίες. Όλα αυτά πυροδοτούνται με την παραμικρή αφορμή νέων αναγνώσεων με αποτέλεσμα να σταματάει η ροή, να χάνεται ο ρυθμός, να κοντοστέκεσαι για να ανακαλέσεις προηγούμενες σκέψεις, εικόνες ή και συναισθήματα. Επιβραδύνσεις, προσθήκες, νέα χτισίματα, αναθεωρήσεις ίσως, προσαρμογές συνεχείς, αναπλάσεις. Έτσι ενώ η ανάγνωση θα έπρεπε να γίνεται σε γρηγορότερο ρυθμό παίζει καθυστερήσεις. Η αφομοίωση παίρνει τον χρόνο της, καθώς έχουν μπει σε λειτουργία αυτές οι διεργασίες ένταξης. Ακόμα χειρότερα όταν το έργο ανήκει στον Ζοζέ Σαραμάγκου (έχω ένα μικρό τρακ όπως με τον Μπόρχες).

Τέτοια προκαλεί Η πολιορκία της Λισαβόνας, που θα μπορούσε να αναφέρεται στην όποια πολιορκία. Στην Ιστορία του καθενός υπάρχουν ένα σωρό πολιορκίες, καθοριστικές σαν και του βιβλίου που σηματοδοτεί την απαρχή του πορτογαλικού κράτους αλλά και ελάσσονες, για αυτό, άλλωστε, κατασκευάζονταν τα κάστρα, για να υφίστανται και να υπομένουν πολιορκίες. Το μυθιστόρημα περιλαμβάνει ένα σωρό πολιορκίες, πολιορκίες εσωτερικές, ερωτικές, πολιορκημένες ζωές, πραγματεύεται και τοίχους που πέφτουν, ανατροπές που οδηγούν σε αλλαγές καταλυτικές. Με τέμπο καταιγιστικό και συνάμα ιδιαίτερα πυκνό, με τα λιγότερο δυνατά σημεία στίξης, ο λόγος κινείται μεταξύ πολλών αφηγήσεων, σε διάφορους χρόνους, μα σε έναν τόπο, την πόλη της Λισαβόνας, την παλιά και ό,τι έχει απομείνει από αυτήν και την νέα.

Το βιβλίο ανήκει στην στήλη οπωσδήποτε γιατί φέρνει στο προσκήνιο έναν ακόμα κρίκο της παραγωγής βιβλίων, τον επιμελητή κειμένων και το προφίλ της δουλειάς του. Σχεδόν μια ολόκληρη σελίδα (σ. 30) χρειάζεται για να απαριθμηθούν τα λεξικά που έχει στην διάθεσή του. Είναι τόσο συστηματικός που έχει κατατάξει τα πιθανά λάθη σε τέσσερις κατηγορίες: της ανθρώπινης φύσης, τα ατομικά, τα γλωσσικά, και τέλος αυτά που ονομάζει λάθη των συστημάτων. Ο επιμελητής είναι ο πιο προσεχτικός αναγνώστης, ο πρώτος επίσημος πριν από το τύπωμα, ο πιο κριτικός, ο πιο υπεύθυνος και για αυτό νευρικός. Στην μνήμη του κρατάει στίχους και πεζά, ολόκληρες προτάσεις «με σημασία, και πλανιούνται στη θύμηση σαν ακίνητα και αστραφτερά κύτταρα που έρχονται από άλλους κόσμους…» (σ. 205).
Ο επιμελητής πλησιάζει κάθε λέξη με προσοχή, δεν γίνεται να μεταφέρονται με ελαφρότητα, θα πρέπει να μην υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στις λέξεις και τις σημασίες τους.. Με τις επινοήσεις μας, τις λέξεις, προσπαθούμε να εκφράσουμε τα πάντα, ακόμα και αυτά που δεν έχουν και δεν θα αποκτήσουν όνομα. Οι λέξεις και η σπουδαιότητά τους έρχεται και επανέρχεται «η λέξη, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, έχει αυτή την ευχέρεια ή το χάρισμα να οδηγεί πάντα σ’ αυτόν που την είπε, κι ύστερα, ίσως ίσως, εμάς, που τρέχουμε ξωπίσω της σαν κυνηγόσκυλα… » (σ.75). [Και ποιαν να πιστέψουμε και ποιαν να κυνηγήσουμε.] «… η σκέψη ακολουθεί τις εικόνες της διαδρομής τους, που γεννιούνται όπως γεννιούνται και οι λέξεις, έτσι.» (σ. 132). «… αναζητά τις λεπτές έννοιες που φέρουν οι λέξεις και που σημαίνουν πάντα κάτι παραπάνω από αυτές,… » (σ. 158). Και σταματώ για τις λέξεις και την μαγεία τους.
Ο Σαραμάγκου μας μιλά και για την δημιουργία ιστοριών, τις αληθινές και τις ψεύτικες, τις εκδοχές, την μια μέσα στην άλλη, για την αρχή και το τέλος, τις δυνατότητές τους, για την σχέση λογοτεχνίας-ζωής-μνήμης.
Ένας επιμελητής σέβεται τον συγγραφέα, είναι φορές που δεν τον διορθώνει για να μην τον προσβάλει. Υπάρχει άγραφος δεοντολογικός κώδικας που επιβάλλει την ευθυγράμμιση του επιμελητή με τις απόψεις του «αλάνθαστου» συγγραφέα. Ενώ ο Ραϊμούντο Σίλβα έχει υπακούσει στον νόμο σε όλη του την επαγγελματική ζωή, στην περίπτωση της επιμέλειας της πολιορκίας της Λισαβόνας, παρεμβαίνει με ένα «δεν». Αλλάζει μια πρόταση δίνοντας αυτόματα μια άλλη, την εντελώς αντίθετη, νοηματική εκδοχή της. Οι Ισπανοί δεν πολέμησαν στο πλευρό των Πορτογάλων εναντίον των Αράβων. Ο Ραϊμούντο Σίλβα ζει με ντοστογιεφσκική αγωνία έως ότου ανακαλυφθεί η λανθασμένη παρέμβασή του που όταν γίνεται αντιληπτή, δεν ισοδυναμεί με απόλυση αλλά με στενότερη επιτήρηση από την νέα υπεύθυνη συντονισμού των επιμελητών την Μαρία Σάρα. Εκείνη τον εμπιστεύεται, τον παρακινεί να γράψει την δική του ιστορία της πολιορκίας. Και εκείνος την γράφει, πλάθοντας παράλληλες ιστορίες και για πρόσωπα που ίσως να έζησαν κάπως όπως τους φαντάστηκε ανάμεσα στο στράτευμα των 13.000 ανθρώπων.
Μάλλον παρασύρθηκα και θα κλείσω λίγο απότομα.
Κάθε άνθρωπος έχει και την ιστορία του, άλλες συναντιούνται με τις λέξεις, οι περισσότερες μάλλον όχι.