Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 11


Περί Βιβλιοθηκών, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1993, 260 σ.

Της Καρολίνας

Και επειδή συνηθίζεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού χρόνου να γίνονται απολογισμοί, να θεώνται τα πράγματα συνολικότερα έτσι αυτήν την τελευταία εβδομάδα του 2007, να μια δεκαπεντάχρονη ανθολογία που περιλαμβάνει κείμενα και αποσπάσματα που αναφέρονται σε βιβλιοθήκες. «Βιβλιοφιλική και παιγνιώδης» -χαρακτηρίζεται στο εκδοτικό σημείωμα- καθώς συγκεντρώνει γραπτά που προέρχονται από διαφορετικά είδη του λόγου (λογοτεχνία, μυθιστόρημα, ποίηση, απολογισμοί και ομιλίες, κόμικς), από γεωγραφικούς τόπους ποικίλους, με εικόνες πλούσιες, την βιβλιοθήκη σε ρόλους, σκηνικούς, λυρικούς, ιστορικούς, δράσης και βάλε. Χωρίς να διεκδικεί τίτλο πληρότητας, κλείνει το μάτι στην σοβαροφάνεια και βάζει τους αναγνώστες στον αποτυπωμένο τυπωμένο κόσμο.
Το βιβλίο, για την ακρίβεια το αντίτυπο με αριθμό 269 από τα 2.000 που γεννήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1993, τοποθετημένο στο ειδικό ράφι έχει την ράχη όχι ακριβώς σπασμένη μα σίγουρα έχει χάσει το κάθετο στητό της σχήμα και γέρνει λίγο προς τα μπροστά, όχι γιατί είναι βασανισμένο αλλά γιατί αντίθετα είναι ένα βιβλίο αγαπημένο, πολύ πολύ και ξανά ξανά διαβασμένο. Παρατηρώ ότι έχουν κιτρινίσει τα περιθώρια των σελίδων που πλαισιώνουν τη διάστικτη καρδιά καθεμιάς. Το φυλλομετρώ μετά από καιρό.
Βιβλιοθήκη μπορεί να είναι διάφορα: ένα συγκεκριμένο έπιπλο που φιλοξενεί βιβλία (αντικείμενο), ένα δωμάτιο γενικά (χώρος), μια συλλογή βιβλίων που ανήκει σε έναν ιδιώτη, σε ένα ίδρυμα, σε έναν οργανισμό, ή ακόμα ένας οργανισμός ο σκοπός του οποίου είναι να αναπτύσσει συλλογές βιβλίων και να τις διαθέτει σε κοινό. Η λέξη βιβλιοθήκη μπορεί να λειτουργεί και μεταφορικά για το σύνολο των τακτοποιημένων γνώσεων, καταγεγραμμένων εμπειριών, ιστοριών, αισθημάτων. Μπορεί να έχει και μια μυθική διάσταση, όπως για παράδειγμα με την χαμένη και πρόσφατα κερδισμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μπορεί να εκφράζει μια από τις αγωνίες του ανθρώπου να καταλάβει το τοπίο και τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν, εξαντλητικά και ολοκληρωτικά. Ένα μέρος που υπάρχουν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που έχουν τεθεί. Ίσως και οι ξεχασμένες, χαμένες ανθρώπινες κατακτήσεις. Ένα σημείο πληροφορίας, γνώσης, σοφίας.
Ο Ιούλιος Βερν ανοίγει τον τόμο με την βιβλιοθήκη του πλοιάρχου Νέμο στο υποβρύχιο «Ναυτίλος», όπου καπνίζει πούρα από θαλάσσια φύκια, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν παραλείπει να διαθέτει μια πλουσιότατη βιβλιοθήκη στον Μεγάλο Ανατολικό, με κλασικά έργα φιλοσοφίας, γραμματολογίας και ιστορίας της δυτικής κουλτούρας, περιλαμβανομένου και του μαρκησίου ντε Σαντ που ερεθίζει ιδιαίτερα –και όχι πνευματικά- τον Ελβετό ιατροφιλόσοφο.
Ένα πεζό απόσπασμα και δύο ποιήματα του Μπόρχες του τυφλού φύλακα των βιβλίων, αναγνώστη και πλάστη που «οι φωνές των νεκρών θα [του] μιλούν για πάντα» και «Καλύτερα έτσι», ενώ η δική του ανακουφίζει εμάς γιατί τα λόγια του ενός στάζουν βάλσαμο στην ψυχή του άλλου από παλιά, από πάντοτε.
Μια διάλεξη του Umberto Eco με τίτλο «De Bibliotheca» το 1981 στο Μιλάνο που πατούσε στα λόγια του Μπόρχες για να περιγράψει την κακή και την πώς θα πρέπει να είναι βιβλιοθήκη. Η Dorothy L. Sayers στο διήγημα «Φόνος στο Πέντεκοστ» χρησιμοποιεί την οξφορδιανή βιβλιοθήκη και ειδικά το τμήμα της κατηγορίας Γ, όπου έχουν καταχωρηθεί τα άσεμνα, ως άλλοθι για τον δράστη. Ακολουθεί ένα κεφάλαιο μυθιστορήματος επιγραφόμενο «Η Βιβλιοθήκη» του συγγραφέα μαθηματικού Jacques Roubaud, και εδώ οι πρακτικές της βιβλιοθήκης περιγράφονται ως «αμυντική στρατηγική» μέσω των επιμέρους τεχνασμάτων της πλάνης, της αποτροπής, της κωλυσιεργίας, των ασκήσεων πυρκαγιάς και το περιβάλλον ως φρούριο (μέγας πόνος εδώ καταλαμβάνει τον αναγνώστη που δεν του είναι άγνωστα όσα περιγράφονται και θα είχε και άλλα τόσα να προσθέσει). Ο Georges Perec μοιράζεται μαζί μας «Μικρές σημειώσεις για την τέχνη και τον τρόπο να τακτοποιούμε τα βιβλία μας», πηγαίνει στη βιβλιοθήκη του «Ναυτίλου» και μετά σε περί χώρου και τρόπου τάξεως. Ο Walter Benjamin «Αποσυσκευάζει τη βιβλιοθήκη του» βλέποντας τον εαυτό του ως συλλέκτη˙ η κατοχή είναι μια βαθιά σχέση με τα αντικείμενα˙ ακόμα και ο συγγραφέας είναι ένας συλλέκτης που προκειμένου να αποκτήσει βιβλία, γράφει (σ. 154). Για τον Henri Meschonnig στην «Ατέρμονη βιβλιοθήκη και τα βιβλία της» κάθε βιβλιοθήκη είναι μοναδική, είναι έργο και ζει όσο ζει το χέρι που την φροντίζει και την πλουτίζει, είναι «διαδρομή που διασχίζει τη ζωή» (σ. 173). Φάρειναϊτ 451 είναι το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ray Bradbury, ολόκληρο για βιβλία σε έναν κόσμο αποξενωμένο από αυτά που τα καταστρέφει συστηματικά. Ένα απόσπασμα είναι λίγο, απλά ενδεικτικό. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης τα χρόνια 1880-1903, καταγράφει μεθοδικά και αναλυτικά τα προβλήματα την πρώτη χρονιά της εφορίας του, προτείνει λύσεις, μάταια όμως, όπως αποδεικνύουν τα χρόνια που έχουν περάσει.
Αντί επιλόγου δύο μονοσέλιδα αποσπάσματα από γραπτά του Gerard de Nerval και του Δημήτρη Καλοκύρη. Η περί βιβλιοθηκών ανθολογία κλείνει με την βιβλιοθήκη των 2.000 τόμων του θείου Σκρουτζ που καλούνται να ξεσκονίσουν τα ανιψάκια για να τους πέσει με την μία στο κεφάλι εκείνο ακριβώς το βιβλίο που κρύβει τους τίτλους ιδιοκτησίας του νησιού Σινόκ στον Ειρηνικό Ωκεανό, η περιπέτεια βρήκε την αρχή της...
Οι εκδόσεις Άγρα σχεδίαζαν έναν τόμο με επιλογή κλασικών κειμένων περί βιβλιοφιλίας, με κείμενα που ήδη είχαν εντοπιστεί και αναφέρονται στο σημείωμα του επιμελητή εκδότη (σημείωση σ. 9). Πού είναι; Μάλλον η έκδοση αυτή έμεινε μια ευγενική πρόθεση. Και υπάρχουν τόσα κείμενα παλαιότερα αλλά και πιο φρέσκα με σύγχρονες οπτικές, περιγραφές, ρόλους και προβληματισμούς γύρω από τις βιβλιοθήκες…

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007

ΕΚΘΕΣΗ: L’Enfer de la Bibliotheque. Eros au secret

ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

ΕΚΘΕΣΗ
L’Enfer de la Bibliotheque. Eros au secret

4 Δεκεμβρίου 2007 – 2 Μαρτίου 2008


Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας παρουσιάζει για πρώτη φορά τις κρυφές συλλογές ερωτικών βιβλίων και εκδόσεων που χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα ως σήμερα.

Από τις 4 Δεκεμβρίου ως τις 2 Μαρτίου 2008 κάτοικοι και επισκέπτες του Παρισιού θα έχουν τη δυνατότητα να επισκεφθούν το πολιτιστικό παράρτημα της Κόλασης(Enfer), το οποίο φιλοξενείται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Η έκθεση είναι ανοιχτή στο κοινό, σε όλους όσοι είναι άνω των 16 ετών και η είσοδος κοστίζει 7 ευρώ.

Για περισσότερες πληροφορίες εδώ, αλλά και εδώ
















Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 10


Ζόραν Ζίβκοβιτς, Η βιογραφία ενός βιβλίου, μετάφραση Σλάταν Κλάριτς, Κέδρος, Αθήνα 2006, 276 σ.

Άνθρωποι που πραγματικά αγαπούν το βιβλίο θα ήθελαν να αποκτήσουν αυτό το βιβλίο με τον αυτοβιογραφικό τίτλο, να δουν να ξετυλίγεται άλλη μια ιστορία με πρωταγωνιστή το βιβλίο. Τι πρωτοτυπία έχει φέρει, ποια είναι «η καινούργια είσοδος στο μυστήριο» της συγγραφής για θέμα αγαπημένο και πώς την έχει πλησιάσει, «το κελάδημά» του σύμφωνα με τον Lu Chi (βλέπε Βιβλία για βιβλία 6). Και εγώ ανάμεσα σε αυτούς που κουβαλάνε σαν τρόπαιο στη φωλιά τους και δέχονται κάθε καινούργιο βιβλίο στη ζωή τους σαν δώρο χαράς και εξερεύνησης.
Πόσο με στενοχώρησε που δεν άντεξα να το διαβάσω έως το τέλος. Το μέσιασα και μετά το ξεφύλλιζα ακατάστατα μπρος πίσω. Γιατί έπρεπε να διαβάσω να γκρεμίζεται με λόγια σκληρά με υπαινιγμούς μιας αίσθησης του αστείου και μίζερης κριτικής κάθε συντελεστής του κόσμου του βιβλίου. Να διαβάζω σε κάθε σελίδα, σε κάθε αράδα την αποδόμηση του βιβλιακού μέσου. Ένα βιβλίο που δεν έχει κεφάλαια, δεν χωρίζεται πουθενά, ρέει συνεχώς βομβαρδίζοντας κάθετα, οριζόντια, χιαστί, αλύπητα ό,τι έστω άπτεται του έντυπου λόγου. Οι προσωπικότητες καρικατούρες υπερβολικά δοσμένες φτάνουν στα άκρα της αμηχανίας ή της σκληρότητας, στο όνομα ενός σατιρικού ύφους.
Τα βιβλία προσωποποιούνται και μιλάνε για να αποδείξουν την ανωτερότητά τους (έξυπνα, σοφά, νοήμονα) έναντι του ανθρώπινου είδους. Γκρινιάζουν ατελείωτα για την συμπεριφορά των αναγνωστών που τους κακοφέρονται ασυλλόγιστα σαν κουρασμένα κομπλεξικά από γεννησιμιού τους χωρίς καμιά αίσθηση της επικοινωνίας. Όλα τα ενοχλούν: το διάβασμα σε ανοιχτούς χώρους αλλά και η φύλαξη σε κλειστούς, το γύρισμα των σελίδων, οι σημειώσεις και οι υπογραμμίσεις (μουτζούρωμα), το σκίσιμο (δίκαια εδώ), οι φωτοτυπίες, ο δανεισμός, η καταδίκη του στην πυρά αλλά και η αχρησία τους, όλοι οι τρόποι ανάγνωσης. Μετά περνάμε σε παραθετική αφήγηση όπου κρίνονται οι βιβλιοθήκες για το κοινό, τα βιβλιοπωλεία (σκλαβοπάζαρα), οι κλέφτες, οι εκπτώσεις, τα ξεπουλήματα, οι σφραγίδες, τα παλαιοπωλεία, οι βιβλιοφάγοι και φανατικοί συλλέκτες, τα σχολικά βιβλία (γενοκτονία), οι πλασιέδες και πλανόδιοι πωλητές και παλαιοπώλες, οι συγγραφείς, οι εκδοτικοί οίκοι, οι γραμματείς, οι επιμελητές, οι παρουσιάσεις, το εξώφυλλο και το χαρτί, ο όγκος και η εμφάνισή του, η εμπορικότητα, οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι, τα βραβεία και οι επιτροπές κρίσης και όλη η λειτουργία του κυκλώματος, τα τυπογραφεία, οι στοιχειοθέτες και πάει λέγοντας.
Στο τέλος διά στόματος ενός εκδότη μετά από ένα καταιγιστικό λογύδριο και πάλι, ανακοινώνεται ο θάνατος του βιβλίου με την έλευση και εγκαθίδρυση του οπτικού δίσκου που έχει κάτι το χαιρέκακο και τελεσίδικο. Κανένας προβληματισμός για αλληλοσυμπλήρωση και συνύπαρξη. Ένα στραμπουληγμένο, ό,τι να’ ναι τέλος, αρκεί να φύγει από τη μέση το βιβλίο. Αλήθεια, τι δυστυχισμένο βιβλίο να αναφέρεται στον εαυτό του με τόσο μηδενισμό και απαξία
Ακόμα και αν σε ορισμένα σημεία μπορεί δίκαια να έθετε ζητήματα ήταν με τέτοιο τρόπο που άθελά μου ξεσήκωνε την εσωτερική μου αντίδραση, και ένα έντονο μάμαλο. Τέτοια και τόση αντίδραση που ήθελα να απαντήσω στο ίδιο ύφος επιχείρημα το επιχείρημα, εικόνα την εικόνα που έχει στήσει. Ούτε καν για αστείο δεν μπορούσα να το πάρω (μόνο το παράπονο έπαιρνε εμένα) ούτε σαν ανατρεπτική θεώρηση που μπορούν να έχουν τα πράγματα για το πνεύμα της γραφής και το είδος της κριτικής του. Δεν είναι δα τα βιβλία τόσο υπερεκτιμημένα για να έχουν κουράσει και να τα φέρουμε σε ένα ίσο. Ότι ως «πνευματικά προϊόντα» διακινούνται με οικονομικούς όρους είναι γεγονός. Και υπομειδιώντας με θωρεί ο συγγραφέας στο αφτί του εξωφύλλου όπου σημειώνεται ότι το αντικείμενό του είναι η θεωρία της λογοτεχνίας (δηλαδή την έχει φάει με το κουτάλι και τη λογοτεχνία και τη θεωρία) και ότι έχει γράψει δώδεκα μυθιστορήματα από τα οποία τρία τουλάχιστον από τον τίτλο τους αναφέρονται στο βιβλίο, στη βιβλιοθήκη και τον συγγραφέα (δηλαδή το έχει τσακίσει το ζήτημα κατ’ επανάληψη).
Τώρα γιατί για δέκατο Βιβλίο για βιβλία, αντί για το «δέκα το καλό», διάλεξα ένα που τόσο πολύ με εκνεύρισε, θέτει ένα ερώτημα φύσης ή θέσης αντιδραστικής. Το σκέφτομαι προβληματισμένη χριστουγεννιάτικα…

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 9


Αντώνης Παπαθεοδούλου-Τερέσα Ινφάντε, Το παρανομύθι, εικονογράφηση Δέσποινα Καραπάνου, εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος, Αθήνα 2006, 57 σ., σειρά: πτήσεις Junior, για παιδιά 7-9 χρονών.

Η βιβλιοφιλἰα απευθύνεται σε συγκεκριμένη ηλικία;
Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία.
Τα βιβλία είναι για όλους και τα βιβλία για παιδιά είναι ολόκληρη ιστορία.
Είναι μια προβολή για το τι κρίνουμε ότι ταιριάζει στα παιδιά. Μια κάθοδος στην παιδική ηλικία των ενήλικων αναγνωστών και του συγγραφέα, μια ανάδυση αναμνήσεων που γυροφέρνουν με μεταγενέστερες εμπειρίες, είναι μια νοσταλγική τάση ποτισμένη με την αισιοδοξία ότι ο επόμενος ξεκινά με άλλες, ίσως ευνοϊκότερες, προδιαγραφές. Τα βιβλία για παιδιά βγάζουν χρώμα και συναίσθημα, προσφέρουν καλόβολη καθοδήγηση στον έξω μικρόκοσμο και στην υφήλιο όλη, σωρευμένη και τακτοποιημένη πληροφορία, περιπέτεια στην πραγματικότητα και εξερεύνηση στη φανταστική δυνατότητα.
Σε μια σοβαρή επιστημονική βιβλιοθήκη υπό την αυστηρή επίβλεψη του Μεγάλου Ευρετηρίου, βρίσκεται από λάθος ενός φοιτητή της Γεωλογίας, ένα Παραμύθι. Ως είδος άγνωστο συλλαμβάνεται από δύο τόμους της Στρατιωτικής Ιστορίας για να δικαστεί την επόμενη στο ράφι της Νομικής. Τα λόγια του Παραμυθιού ξεσηκώνουν τα άλλα βιβλία. Δεν υπάρχει η χώρα των χίλιων δράκων, λέει η Γεωγραφία, δεν υπάρχουν καν δράκοι, το περιγελάει η Ζωολογία, για να καταδικαστεί με την κατηγορία της ψευδορκίας και παράνομης εισβολής στην βιβλιοθήκης της ακριβούς ανθρώπινης γνώσης σε ισόβια φυλάκιση στο τελευταίο ράφι. Και ίσως να έμενε εκεί για πάντα αν δεν ξεσπούσε φωτιά και το Παραμύθι δεν έσωζε όλα βιβλία με την ιδέα του να ενώσουν τους σελιδοδείκτες τους –όπως έκανε ο πρίγκιπας με τα σεντόνια- και να γλιστρήσουν μακριά από τις φλόγες. Φυλάσσονται όλα μαζί στριμωγμένα μέσα σε ένα κιβώτιο για τέσσερις μήνες έως ότου τοποθετηθούν στην νέα βιβλιοθήκη. Στο διάστημα που περνούν στο κιβώτιο γνωρίζονται καλύτερα και οι ανθρώπινες γνώσεις ξαναλέγονται με καινούριο τρόπο, αυτόν του Παραμυθιού. Όταν τοποθετούνται στην βιβλιοθήκη, τα επιστημονικά βιβλία μάταια αναζητούν το Παραμύθι. Δεν είναι ανάμεσά τους. Ανησυχία κυριεύει τα βιβλία ώσπου μαθαίνουν ότι είναι φυλακισμένο σε άλλο τμήμα. Αποφασίζεται αποστολή διάσωσής του από το επικίνδυνο παιδικό τμήμα. Μια έκπληξη τους περιμένει όταν με χίλιους κόπους φτάνουν εκεί. Τα παιδιά αγαπούν και ακούνε με ανοιχτό το στόμα το ευτυχισμένο Παραμύθι. Η αποστολή αποφασίζει να υποχωρήσει σιωπηλά. Συναντιούνται όμως στο καλάθι της επανατοποθέτησης και οι χαρά όλων είναι απερίγραπτη. Το Παραμύθι αναζητούσε και αυτό τους φίλους του για να αντλήσει νέες ιστορίες για ποτάμια, ζώα, αστέρια, εκστρατείες από στις σελίδες τους γιατί τα παιδιά θέλουν συνέχεια καινούριες και περισσότερες ιστορίες.
Την αρχική δυσπιστία και ορατή εχθρότητα μεταξύ των διαφορετικών βιβλίων, ανατρέπει η αναγκαστική συνύπαρξη. Η γνωριμία έρχεται να αντικαταστήσει το κλίμα άμυνας και επιθετικότητας. Μια φιλία γεννιέται στο κιβώτιο καθώς το καθένα συμβάλλει με τον τρόπο του στην κουβέντα. Όλοι έχουν κάτι να πουν που αξίζει να ακουστεί, να συγκριθεί, να τοποθετηθεί σε ένα γενικότερο πλαίσιο.
Τελικά τα αντίθετα δεν χρειάζεται να δρουν αντιθετικά γιατί είναι δυνατόν να συνυπάρχουν συμπληρωματικά. Δεν χρειάζεται να είναι όμοια και αποκλειστικά αναγνωρίσιμα για να είναι φιλικά και χαρούμενα. Δεν είναι απαραίτητο να είναι όλα συνέχεια σοβαρά, βαριά και ανελαστικά, μπορεί να λειτουργούν και με κέφι, να κλείνουν λίγο και το μάτι γελαστά.
Μια ιστορία που σπάει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο σοβαρό και το φανταστικό, που μιλάει για αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείων και προχωρά μέσα από αυτήν, πέρα από αυτήν. Ζυμώματα που δεν γίνονται αυτόματα και αντικαθρεφτίσματα που θέλουν το χρόνο τους για να νετάρει η εικόνα. Υπερβάσεις που δεν είναι εύκολες αλλά δεν είναι και αδύνατες ουτοπίες.
Άλλο ένα βιβλίο που ανακάλυψε το λαγωνικό της στήλης. Το ευχαριστώ τόοοσο πολύ.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 8




Δημήτρης Μαμαλούκας, Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007, 306 σ.


Έχουν γραφεί αστυνομικά μυθιστορήματα με φόντο δράσης βιβλιοθήκες σε διάφορες ιστορικές περιόδους, αρκετά και ορισμένα υπέρ διάσημα. Έχουν γραφεί ιστορίες αναζήτησης ενός πολύτιμου βιβλίου, μήλον της έριδος, αντικείμενο του πόθου για το οποίο γίνεται αγώνας δρόμου για την απόκτησή του. Η περίπτωση αυτού του αστυνομικού διαφέρει, καθώς εδώ η βιβλιοθήκη δεν είναι ο περίγυρος και όσα αναδύονται από την ατμόσφαιρα μιας συνηθισμένης βιβλιοθήκης, έστω και υποβλητικής: σιωπή και γωνιές, μυστικά και μυστήρια, ράχες σε γραμμική παράταξη, σκόνη, ξεχασμένα σημειώματα ανάμεσα στις σελίδες, μισοί χάρτες που οδηγούν σε θησαυρούς.
Η βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής ή μάλλον η μοιραία πρωταγωνίστρια. Η βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, μια οντότητα υπαρκτή ενός υπαρκτού φανατικού συλλέκτη βιβλίων είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από την αστυνομική πλοκή. Ο Αρτινός Μόστρας, γραμματικός του Ιγνάτιου, μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, έζησε στην Δυτική Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα. Το πάθος του για τα βιβλία ήταν τόσο δυνατό που δεν τον περιόριζε η ισχνή οικονομική του κατάσταση. Συγκρότησε μια σημαντική βιβλιοθήκη που, όπως παρακολουθούμε και στο μυθιστόρημα, μέσα από την αποσπασματική αλληλογραφία του, τον απασχολούσε ιδιαίτερα και ανησυχούσε για την τύχη της. Τα αυθεντικά γράμματα του Μόστρα χρησιμεύουν ως στοιχεία εντοπισμού βιβλίων της συλλογής του και ερμηνείας για την τύχη της.
Κανένα πρόσωπο της αστυνομικής ιστορίας δεν είναι αθώο, όχι μόνο με την ποινική έννοια του όρου αλλά ένοχοι αισθημάτων θυμού, εκδίκησης, φυσικών αδυναμιών, διαστροφών. Ακόμα και ο αφηγητής της ιστορίας, παρόλη τον αυτοσαρκασμό του, έχει να κρύψει, έχει κρύψει ένοχες συμπεριφορές που τον βάζουν σε κίνδυνο, αφού μάλιστα έχει τελειώσει η δράση, και η πρωταγωνίστρια (η βιβλιοθήκη) έχει ολοσχερώς και αμετάκλητα πεθάνει (καταστραφεί). Σήμερα, η τύχη της Βιβλιοθήκης είναι γνωστή αποσπασματικά, αφορά μέρη του συνόλου της (παρόμοια τύχη έχουν και άλλες βιβλιοθήκες σημαντικών λογίων, όπως για παράδειγμα αυτές του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου). Όλες τους αναζητούνται προκειμένου να ανασυσταθούν έστω και σε επίπεδο καταλόγου (να ξέρουμε τι περιείχαν) και αποτελούν θέματα μελέτης και ιστορικής έρευνας.
Η δράση τοποθετείται στην Ιταλία (Ρώμη, Βενετία και αλλού) και οι χαρακτήρες έχουν διαφορετικές καταγωγές, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο στο μυθιστόρημα ένα ύφος κοσμοπολίτικο του καιρού μας αλλά και της εποχής του Μόστρα.
Παρακολουθήσεις, κυνηγητά, φόνοι, απαγωγές, όπλα, σωματοφύλακες και μπράβοι, γρήγορα αυτοκίνητα, εντυπωσιακές αισθησιακές γυναίκες, άνθρωποι του πλούτου, του υπόκοσμου, του νόμου, θύματα και θύτες. Και ο Ελληνοϊταλός Νικόλα Μιλάνο πουλά συστηματικά βιβλία της βιβλιοθήκης του πατέρα του προκειμένου να ζήσει, ακροβατώντας άλλοτε στο όριο του ειλικρινούς βιβλιόφιλου και άλλοτε του κυνικού αργόσχολου. Συναντιέται με τον Σκούρα (πρόσωπο σκοτεινό) με την προοπτική να του πουλήσει ένα από τα βιβλία του που κάποτε ανήκε στην πολύτιμη συλλογή του Μόστρα. Η βιβλιοθήκη του Σκούρα είναι η ίδια η βιβλιοθήκη του Μόστρα εμπλουτισμένη και με ορισμένα δικά του συμπληρωματικά αποκτήματα. Ο σχεδιασμός φύλαξης και προστασίας της από φυσικές καταστροφές (συνθήκες φύλαξης, έντονη ηλιοφάνεια, πλημμύρα, πυρκαγιά) και από ανθρώπινες απειλές παραπέμπει σε καταφύγιο και στρατηγικό επιτελείο των παρανοϊκών κακών που καταδιώκει στις αποστολές του ο James Bond. Και όπως όλες οι τέλειες κατασκευές και τα θεωρητικά σχήματα έχουν το αδύνατο σημείο τους που είναι δυνατόν να το γνωρίζει μόνο κάποιος από τα μέσα, το ίδιο ισχύει και για τη βιβλιοθήκη του Σκούρα. Καταστρέφεται από το οργισμένο και αδιάφορο για την χάρη των βιβλίων πρωτοπαλίκαρο, τον Ιβάν. Η βιβλιοθήκη του Μόστρα χάνεται για μια φορά ακόμα.

Οι βιβλιοθήκες του καθενός ως σύνολο έχουν την σημασία τους. Γιατί αν είμαστε αυτό που τρώμε, διαμορφώνουμε εικόνα και άποψη, σκεφτόμαστε σε συνάρτηση με αυτά που έχουμε τροφοδοτήσει το εργαλείο το νου, με άλλα λόγια και με αυτά που έχουμε διαβάσει ή ενδιαφερθεί να μαζέψουμε. Οι αναγνώσεις, οι διαβασμένες βιβλιοθήκες αποτελούν τα συστατικά της σκέψης μας, προδίδουν την δεξαμενή από όπου αντλήθηκε ουσία.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 7


Νίκος Παντελάκης, «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο». Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται, επιμέλεια Παναγιώτης Σουλτάνης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας-Ι.Δ.Κολλάρου & Σίας Α.Ε., Αθήνα 2003, 193 σ., σειρά: μαρτυρίες.


Οι άνθρωποι του βιβλίου είναι πολλοί, πολλοί περισσότεροι από όσοι γενικά νομίζουμε. Είναι μια στρατιά διαφόρων ειδικοτήτων, κρίκοι μιας αλυσίδας όπου κανένας κρίκος δεν είναι δυνατόν να λείπει γιατί ο ένας περασμένος μέσα τον άλλο εκτείνεται λίγο μακρύτερα, πιάνει πρώτα την δημιουργία και στην συνέχεια την διάχυση των βιβλίων. Και η διάθεση, τα ράφια των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών –ξύλινα, σιδερένια ή ηλεκτρονικά-, οι πάγκοι των περιπτέρων και των πλανόδιων πωλητών με τις ατημέλητες στοίβες και όπου αλλού, είναι ένα σημαντικό σχεδόν τελικό στάδιο. Ίσως από τα πιο καίρια γιατί τι σημασία έχει αν κάτι υπάρχει μεν μα δεν βρίσκεται, δεν φαίνεται, δεν είναι ορατό και προσβάσιμο.
Οι άνθρωποι των βιβλιοπωλείων κατέχουν θέσεις κλειδιά στην αλυσίδα. Με τον τρόπο τους βγάζουν ένα ένα τα βιβλία στον έξω κόσμο, τα δίνουν για υιοθεσία, φροντίζουν να τους βρουν μάτια να τα διαβάσουν, σπίτια να περάσουν την ζωή τους.
Την ιστορία ενός τέτοιου ιδιαίτερου ανθρώπου που είναι υπεύθυνος για την τύχη πολλών βιβλίων από τα μικράτα του, πλησιάζουμε μέσα από την αφήγηση του Νίκου Παντελάκη. Βρέθηκε από ανάγκη στον χώρο γιατί έπρεπε να εργαστεί σε ηλικία δέκα ετών και ταίριαξε διά βίου. Ο πόλεμος ήταν η πιο μεγάλη παρέμβαση στην ζωή του Νίκου Παντελάκη από τον κόσμο των βιβλίων. Ταυτισμένος με τον ιστορικό εκδοτικό οίκο και το βιβλιοπωλείο της Αθήνας, την Εστία, κοιτάζει και παρά έξω, γενικότερα τα εκδοτικά πράγματα: τα τυπογραφεία και τους τυπογράφους, τους εκδοτικούς οίκους, τις δουλειές και την πορεία τους, τα βιβλιοπωλεία, την ζωή που δίνουν και που έχουν, το ξεκίνημα του καθενός, την πρωτοτυπία που έφεραν, τα παλιά, τα ξένα βιβλία, τις ειδικεύσεις, τους συγγραφείς με τις ανησυχίες τους. Τους γνωρίζει από κοντά σαν αληθινούς ανθρώπους με τα χούγια και τις αδυναμίες τους, εκεί που εμείς οι άλλοι, τους μαθαίνουμε μέσα από τα κείμενά τους, από την επεξεργασμένη απόσταση της γραφής. Όλοι φίλοι και γνωστοί του. Η αφήγηση έχει αμεσότητα και την ζωντάνια του προφορικού λόγου. Αναπλάθεται ένα κλίμα του βιβλιόκοσμου στον οποίο ανήκει και ενδιαφέρεται να γνωρίζει.
Είναι μια προσωπική μαρτυρία με ιδιαίτερο βάρος από μόνη της γιατί καλύπτει μια μακρά περίοδο ογδόντα χρόνων, ενός ανθρώπου που πιο βαθιά μέσα στα άδυτα του βιβλιοπεριβάλλοντος δεν γίνεται να υπάρξει. Και είναι πολύτιμη όπως κάθε μαρτυρία, από όλα τα πεδία που είτε σταδιακά είτε με βαθιές τομές αλλάζουν δραστικά και μεταμορφώνονται.
Οι νέες τεχνολογίες έχουν πολλών ειδών εφαρμογές στον τομέα του τυπωμένου λόγου και του βιβλίου, όχι μόνον τυπογραφικά και εκδοτικά μα και στην διακίνηση. Τα ηλεκτρονικά πωλητήρια και βιβλιοπωλεία προσφέρουν καινούριες δυνατότητες. Η αναζήτηση γίνεται με άνεση, χωρίς σκυψίματα και σκόνες, χωρίς χρονικό περιορισμό, μέρα, νύχτα, αξημέρωτα. Μπορείς να δεις το εξώφυλλο, και όλη την ταυτότητα της επιλογής σου, να πάρεις πρόγευση του περιεχομένου και να δεις τι είπαν άλλοι συναναγνώστες που το έχουν διαβάσει, να καθοδηγηθείς μάλιστα από τα δικά τους διαβάσματα. Δεν έχεις βάρη και κουβαλήματα. Υπάρχει η ευκολία της αποστολής στο σπίτι, να σε περιμένει ένα πακέτο επιστρέφοντας από την δουλειά σου σαν ξεχασμένο δώρο προς τον εαυτό σου, που περπάτησε έως την πόρτα σου και δεν ήξερες πότε ακριβώς θα φτάσει. Μεγάλη διευκόλυνση για όσους κατοικούν σε απόμακρες περιοχές και για όσους δεν έχουν πια τις ίδιες αντοχές. Από την άλλη κάτι λείπει σε όσους είναι «μετανάστες στην τεχνολογία» («technology immigrants»), δηλαδή έχουν γνωρίσει και τους παλιούς τρόπους και η τεχνολογία τους βρήκε αργότερα. Τους λείπει η αίσθηση της αφής, το χαρτί δεν είναι το ίδιο σε πάχος, σε υφή, σε ποιότητα. Τους λείπει η μυρωδιά του μελανιού ποτισμένου στο χαρτί που δεν είναι εκεί, και οι άλλες αναθυμιάσεις που βγάζει ένα βιβλίο. Τα φώτα, ο κόσμος που σιωπηλά φυλλομετρά παραδίπλα, το σύνολο των σχημάτων και των χρωμάτων, η ατμόσφαιρα. Τους λείπει ο Νίκος και όλοι οι Νίκοι που ήξεραν στα διάφορα βιβλιοπωλεία. Βέβαια, προς το παρόν που βρισκόμαστε σε μεταβατικό στάδιο, μπορούμε να έχουμε και τα δυο: και ατέλειωτες ιντερνετικές διαδρομές και προσωπικές συναντήσεις.

Υ.Γ. Πάλι δεν είπα ούτε τα μισά από όσα είχα σχεδιάσει (απειλητικό αυτό) αλλά δεν μπορώ να κλείσω χωρίς να κάνω δύο πληροφοριακού τύπου αναφορές: α) στο Συνέδριο με θέμα «ΜΜΕ & Λογοτεχνία: το παρόν και το μέλλον μιας συμπόρευσης», που έγινε στις 28 και 29 Νοεμβρίου 2007, οργανωμένο από την Εταιρεία Συγγραφέων και την Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας-Γενική Γραμματείας Ενημέρωσης (πολλά είχα να πω για όσα άκουσα, και δεν το παρακολούθησα και όλο) και β) μόλις κυκλοφόρησε το καινούριο βιβλίο του Umberto Eco, Αναμνήσεις επί χάρτου: κείμενα για τη βιβλιοφιλία. Ο τίτλος μιλάει από μόνος του.