Κυριακή 25 Μαΐου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 32


Μπότο Στράους, Θεωρία της απειλής, μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης, Ίνδικτος, Αθήναι 2001, 85 σ.

Φροντισμένη πολυτονική έκδοση που την αγόρασα προς δύο ευρώ, αυτή την χρονιά στο παζάρι του βιβλίου στην πλατεία Καλυθμώνος μετά από υπόδειξη –ποιου άλλου– του λαγωνικού, ως βιβλίο σχετικό με την αναζήτηση της γραφής από πληροφορίες του ευρύτερου δικού του δικτύου.
Το μικρό βιβλίο φοράει μια κουβερτούρα, έντονη και διαπεραστική, με κόκκινο χρώμα στο βάθος του και διάχυτο και στα κάθετα μάτια της Αυτοπροσωπογραφίας του K. Malevitch. Πολύ ταιριαστό με το κείμενο του σύγχρονου πεζογράφου και θεατρικού συγγραφέα Μπότο Στράους. Το κόκκινο μου έκανε σαν την ματωμένη βλεννογόνο των ανθρώπινων εσωτερικών μας, βιότοπο τόσων μικροοργανισμών που ούτε διανοούμαστε αν και ρυθμίζουν τα μέσα μας. Πληγωμένο από την ζωή και τις σκέψεις.

Βιβλίο σκοτεινό και δαιδαλώδες, αναζήτησης και αγωνίας με εσωτερικές καταδύσεις σε βασανιστικά έγκατα, ασφυκτικές χωρίς ανάσα που μου έριχνε τσιμπιές όσο το διάβαζα. Μικρές τσιμπιές δεξιά αριστερά. Γραφή αυτόματη και συνάμα, εξεζητημένη λόγια έκφραση στα υπαρξιακά της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Ιχνηλασία εξωτερίκευσης του εαυτού, χάσιμο και πλάσιμο.
Έθετε ερωτήματα που απαντούσε και απαντά χώρια ο κάθε αναγνώστης. Κατανοούμε μόνο όσα μπορούμε και να αντέξουμε; Να αντέξουμε; Τι μπορούμε; Άραγε υπάρχει άκρα τελειότητα και ταυτότητα στην ιδιωτική μας έκφραση; Γίνεται να υπάρξει αφού η γλώσσα που μιλάμε είναι κοινή για όλους και λέξεις ιδιωτικές, μοναδικές δεν υπάρχουν και αν υπήρχαν, πάλι θα ήταν ανώφελες, καθώς δεν θα κοινωνούσαν μήνυμα.

Όμοια όπως στα όνειρά μου ο αφηγητής μιλάει για «το λευκό χαρτί και [την] επικρεμάμενη μετέωρη μάζα κάθε τι άγραφου, στην οποία διατηρείται κρυμμένος ο ίδιος ο συγγραφέας.» Απειλητική στην πίεση που ασκεί η ύπαρξη και ο όγκος της, η δύναμη της δυνατότητας της γραφής, της δημιουργίας γενικά. Μια απόφαση, μια στιγμή χωρίζει τον συγγραφέα από την ανυπαρξία της διατύπωσης και την υλοποίησή της. Και όταν ξεπροβάλει και πάρει συγκεκριμένο σχήμα -λεκτική σάρκα- δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τον ίδιο τον συγγραφέα. Μια πράξη, ένα έργο που ισούται με τον ίδιο. «Ό,τι γράφω επίσης, γράφει για μένα… Ό,τι γράφω, γνωρίζει ποιος είμαι… και ο καθένας μπορεί να διαβάσει στα γραπτά μου για μένα… Σε κάθε λέξη, σε κάθε ολοκληρωμένη πρόταση απαντά κάτι για μένα, κι εγώ δεν λέω να το αναγνωρίσω» (σ. 48). Ο ίδιος ο συγγραφέας μιλάει για τον ίδιο του τον εαυτό. Προδίδεται. Θέλει, νομίζω, να μιλήσει και να κρυφτεί ταυτόχρονα. Από εκείνον και από τους άλλους.

Και εκεί που η ανάγνωση είναι θεραπεία και πηγή για τον αφηγητή, για την Σ. είναι πράξη επίπεδη, εύκολη και ή ίδια είναι συνεχώς εύστοχη στην σύλληψη των πραγμάτων και τις κρίσεις της προς μεγάλη του απορία και εκνευρισμό. Πηγαίνει στην βιβλιοθήκη ενός πανεπιστημίου, κάθεται ώρες ατέλειωτες, διαβάζει επιτόπου, δανείζεται και συνεχίζει στο σπίτι, αντιγράφει με το χέρι αποσπάσματα και αρχίζει να γράφει. Γράφει, νομίζοντας ότι έχει βρει το στίγμα του, ότι έχει ωριμάσει ο καρπός της ατομικής του έκφανσης τόσο ώστε να διασχίζει το χρόνο και να διαπερνά τις επιφάνειες. Όμως ξανά όχι. Δεν έχει κάνει άλλο παρά να συγκολλά παραθέματα από την επιλεγμένη χειρόγραφη συλλογή του. Απελπισία τον πιάνει «εγώ, το μηδενικό, ο ενδιάμεσος σταθμός άπασας της λογοτεχνίας» (σ. 58). Αποφασίζει να ζήσει έξω από τα κείμενα, μαζί με την μυστηριώδη και άγνωστη Λεία, επιλέγει να την αγαπήσει γιατί θεωρεί ότι αυτή του η αγάπη θα τον οδηγήσει στην συγγραφή ενός αληθινού βιβλίου. Ταξιδεύουν μαζί, η Λεία κάπου εξανεμίζεται και τελικά χάνεται, και ο ίδιος μεταπηδά στην προσωπικότητά της, παίρνει και την όψη της, ως Λεία τον αναγνωρίζουν και τον χαιρετούν, ή μήπως την είχε από την αρχή;

Κλείνω με έναν από τους στίχους, την «Φωνή» με αριθμό 916, του Αντόνιο Πόρτσια: «Σηκώνεις έξω αυτό που βυθίζεις μέσα.»

Λίγο βαριά η παρουσίαση 32 και το ταξίδι της εσωστρεφές μα ήταν το βιβλίο τέτοιο…

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 31


Ραιμόν Ζαν, Η αναγνώστρια, μετάφραση από τα γαλλικά Δέσποινα Σαραφείδου, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1995, 145 σ.

Η στήλη κι αν ξεκίνησε από παρουσιάσεις λογοτεχνικών βιβλίων για βιβλία σε αυτά ξαναγυρνά. Το ξετύλιγμα διαφόρων επιμέρους βιβλιοκατηγοριών έφερε μια ποικιλία, έβαλε θέματα και σκέψεις, μερικές από αυτές κουβεντιάστηκαν και τώρα καταπιάνεται και πάλι με την λογοτεχνία. Ένα σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα του 1986 που κυκλοφόρησε στα ελληνικά τον Νοέμβριο του 1995, Η αναγνώστρια.
Πολλά είναι τα επαγγέλματα που συνδέονται άρρηκτα με το βιβλίο, την δημιουργία από το σημείο μηδέν και την διακίνησή του (θα τα αφήσω για μια άλλη φορά ίσως, πιο αναλυτικά). Όμως, η δουλειά της «αναγνώστριας» δεν είναι μια δουλειά καθιερωμένη και αναγνωρισμένη. Είναι ένα εύρημα του συγγραφέα για να χτίσει χαλαρά ένα μάλλον σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Σήμερα θεωρείται αυτονόητο ότι η ανάγνωση είναι διαδικασία κατά βάση μοναχική, ατομική, με μια εσωτερική άρθρωση να ξεχωρίζει τα φωνητικά σύμβολα και να αποκωδικοποιεί το περιεχόμενο. Για πολλά περισσότερα περί ανάγνωσης και της ιστορίας της υπάρχει βέβαια το χορταστικό βιβλίο του Alberto Manguel, Η ιστορία της ανάγνωσης (Λιβάνης, Αθήνα 1997).

Στις Λέσχες Ανάγνωσης που ποικίλλουν ανάλογα με τα θέματα ενδιαφέροντος και λειτουργούν για μικρούς και για μεγάλους, –διαδεδομένες στον σαξονικό κόσμο και την Γαλλία– δεν διαβάζονται βιβλία μεγαλόφωνα. Ο καθένας και η καθεμιά έρχονται «διαβασμένοι», έχουν διαβάσει μόνοι τους, χώρια, σε ιδιωτικό χρόνο και χώρο, το συμφωνημένο βιβλίο και συνβρίσκονται για να το συζητήσουν. Λέσχες Ανάγνωσης καλλιεργούν πολλές βιβλιοθήκες και το ΕΚΕΒΙ στην Ελλάδα. Αγαπημένη μου αυτή της Λειβαδιάς.

Η Μαρί-Κονστάνς Ζ. πλάθει το επάγγελμα της αναγνώστριας μετά από προτροπή της φίλης της Φρανσουάζ. Παρόλο που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές της, διατηρεί στενή σχέση με τον καθηγητή της Ρολάν Σορά, με τον οποίο συζητά την επαγγελματική της απασχόληση και εκείνος την καθοδηγεί ως προς τις ανάγκες και τα γούστα των «πελατών» της. Βάζει αγγελία στην εφημερίδα σύμφωνα με την οποία προσφέρει κατ’ οίκον ανάγνωση και σύντομα αρχίζει να δέχεται γράμματα ενδιαφέροντος. Μας διηγείται την αναγνωστική της περιπέτεια σε πρώτο πρόσωπο. Σκέψεις, γεγονότα, πράξεις δικές της και των άλλων, αποσιωπητικά, πλάγια γράμματα τονισμένα, μετέωρες ή σύντομες προτάσεις. Για να είναι πιο πειστική επαγγελματίας παραγγέλνει γυαλιά με σκέτο τζάμι αν και δεν τα χρειάζεται. Της δίνουν το κατάλληλο ύφος.
Μια μητέρα αναζητά κάποιον να διαβάζει στον ανάπηρο έφηβο γιο της Έρικ, η μαρξίστρια Ουγγαρέζα κόμισσα και Στρατηγίνα Ντυμενίλ, ένας Διευθυντής μιας μεγάλης επιχείρησης που επιθυμεί να εκλεπτύνει τους τρόπους τους και να ενημερώνεται για το τι διαβάζεται, ο Μισέλ Ντωτράν, η πολυάσχολη μητέρα της μικρής Κλορίντ και τέλος, ένας συνταξιούχος δικαστής που πιστεύει ότι τα βιβλία είναι ο τελευταίος δεσμός των ανθρώπων με τον κόσμο όταν δεν μπορούν να παρίστανται ολοκληρωτικά σε αυτόν. Αυτοί είναι οι ακροατές της φωνής και των κειμένων της που της δημιουργούν νέες εμπειρίες.
Το ιδιότυπο επάγγελμά της την εμπλέκει σε καταστάσεις που δείχνουν να ενδιαφέρουν την αστυνομία της μικρής πόλης. Υπάρχουν υπόνοιες ότι διαταράσσει την δημόσια τάξη. Υπερβολές και παρεξηγήσεις, δυσπιστία και απορία για τις διαθέσεις της.
Ο καθηγητής Σορά τελικά δεν συμφωνεί με την δραστηριότητά της. Έχει την δική του άποψη για την ανάγνωση: είναι εγκληματική πράξη λέει «να διαβάζεις φωναχτά αυτό που είναι πλασμένο για τη σιωπή… προτιμάει… να βλέπει τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης του παρά ελεύθερα. Πέρασε τόσον καιρό προσπαθώντας να τα εξημερώσει!» Μπορεί και να ζηλεύει. Μπορεί και τα βιβλία στις μέρες μας να είναι πράγματι γραμμένα σιωπηλά, προορισμένα να διαβάζονται με τους ήχους του κεφαλιού.
Η Αναγνώστρια εξασκείται, αναζητά τα κατάλληλα κείμενα για τους ακροατές της και καταλήγει ότι εντέλει, δεν είναι εκείνη που επιλέγει τα κείμενα, αντίστροφα είναι τα κείμενα που την επιλέγουν. Στις δόξες της η γαλλική λογοτεχνία. Συγγραφείς και τίτλοι γνωστοί και άγνωστοι, διάφορα ενταγμένα παραθέματα διανθίζουν την αφήγηση και μαζί εξελίσσουν τις προσωπικότητες του μυθιστορήματος και την πλοκή.
Ο τελευταίος ακροατής της, ο δικαστικός με την επιλογή του μαρκησίου Σαντ και μια πρόταση ομαδικής ανάγνωσης με τον αστυνόμο που την πιέζει, ωθεί την Αναγνώστρια σε αποχώρηση και σε ένα αβέβαιο μέλλον για την ίδια και το επάγγελμά της.

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 30


Stephen King, Περί συγγραφής: το χρονικό μιας τέχνης, μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Bell, Αθήνα 2006, 299 σ.

Παρόλο που μπαίνω στον πειρασμό να πω και για αυτό το εξώφυλλο με το πορτρέτο του μισοκρυμμένου, μισοστραμμένου συγγραφέα, σε πόζα που παραπέμπει σε αναλογισμούς, συγκρατούμαι και δεν θα το κάνω. Το αφήνω σε εσάς…, με ένα μικρό σχόλιο. Η επιλογή της όποιας αισθητικής στην παρουσίαση είναι όχι μόνο παλιά και μόνιμη ιστορία, είναι πρόκληση για αυτόν που την πλάθει και για αυτόν που την παραλαμβάνει, είναι κυρίως δεμένη με το περιεχόμενο του βιβλίου και την άποψη του εκδότη για το ειδικό αντικείμενο που διαχειρίζεται.
«Τα βιβλία είναι μια κατ’ εξοχήν φορητή μαγεία», «η ζωή δεν υπάρχει για να στηρίζει την τέχνη. Το αντίθετο ισχύει.», «… σκέψη που ξεκινάει στο μυαλό του γράφοντος και στη συνέχεια πηδάει στο μυαλό του αναγνώστη.», γράφει μεταξύ άλλων ο King.
To βιβλίο χωρίζεται σε διακριτά μέρη που διαφέρουν μεταξύ τους στo ύφος, το πνεύμα, τα σημεία, σχεδόν παντού. Το μυστήριο της διαφοράς αυτής λύνεται προς το τέλος. Το «Βιογραφικό Σημείωμα» που προτάσσεται, κυλάει με ενδιαφέρον. Σε αυτό ο συγγραφέας αυτοβιογραφούμενος, αναφέρεται σε κομμάτια της παιδικής και ενήλικης ζωής του που κρίνει ότι συνδέονται είτε καταλυτικά είτε έμμεσα με την διαμόρφωσή του. Και πιστεύει ότι οι συγγραφείς διαμορφώνονται και δεν φτιάχνονται, ότι η τέχνη τα αφήγησης είναι δυνατόν «να ενισχυθεί και να ακονιστεί» (σ. 20). Κόμικς, διαβάσματα, κινηματογράφος, τηλεόραση, εκδότης σχολικής εφημερίδας, τα φοιτητικά χρόνια, δημοσιογράφος… Της σχολής και ο King ότι οι «οι καλές ιδέες… πέφτουν στα καλά καθούμενα πάνω σου από τον ουρανό· δυο προηγουμένως ασύνδετες ιδέες ενώνονται και φτιάχνουν κάτι καινούριο κάτω από τον ήλιο… (σ. 40). Περνά και σε θέματα πιο δύσκολα, στην εξάρτηση από ουσίες: αλκοόλ, μπύρες και ναρκωτικά. Φόβος μήπως τελικά οι ιδέες έρχονται από εκείνες τις σκοτεινές περιοχές του εαυτού. Απεξάρτηση. Προσωπικές καταθέσεις. Ο τρόπος του αμερικανικά ωμός και γυμνός, ταχύς και τραχύς. Στο «Περί Συγγραφής» είναι φορές απόλυτος, καθοδηγητικός και διατυπώνει κάθετα την προσωπική του άποψη. Αν το εύρημα της «Εργαλειοθήκης» με τα τρία επίπεδα, σύντομου ενδιάμεσου μέρους, που περιέχει την γραμματική, το λεξιλόγιο, την μορφή οργάνωσης του κειμένου, τον ρυθμό κυλάει παρόλη την πεζότητά του, στην συνέχεια γίνονται όλα όλο και πιο διδακτικά, με παραδείγματα και κάπου χάνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και του επίδοξου συγγραφέα. Βγαίνει στην επιφάνεια ο δάσκαλος της αγγλικής, των σεμιναρίων, των διαλέξεων. Ευτυχώς, διάσπαρτα περνάνε φράσεις πιο ουσιαστικές από οδηγίες για την μη χρήση επιρρημάτων ή της παθητικής φωνής. Όπως το ότι το διαρκές διάβασμα ανατροφοδοτεί, ευχαρίστηση θα πρέπει να συνοδεύει το γράψιμο, το κέρδος δεν παίζει για κίνητρο… Αν δεν μπορέσετε να το διαβάσετε απρόσκοπτα, ακολουθείστε μια από τις συμβουλές του Πενάκ, και φτάστε κατευθείαν στην τελευταία σελίδα (σ. 280), εκεί έχει μια μερίδα από το ίδιο ζουμί του Λιόσα που ισχύει όχι μόνο για το γράψιμο και το διάβασμα αλλά για όλες τις δημιουργίες, ακόμα και τις λεγόμενες ταπεινές και επαναλαμβανόμενες.
Στο «Περί ζωής: Υστερόγραφο» ξαναγυρνάμε στο αυτοβιογραφικό μοτίβο καθώς πρόκειται για το βιβλίο που έβγαλε τον King από το ατύχημά του, τον πόνο, τα χειρουργεία και τον έφερε πίσω στο γράψιμο. Το χρονικό της συγγραφής του Περί συγγραφής λέει ότι το άρχισε τον Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 1997, το άφησε μισό τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1998 και το ξανάβαλε μπρος τον Ιούλιο του 1999. Αυτό μάλλον εξηγεί και την διαφορετικότητα μεταξύ των μερών του.
Βιβλία για την γραφή και τις διάφορες τεχνικές της κυκλοφορούν ένα πλήθος, γενικά, ειδικά και ειδικότερα –για παράδειγμα πώς γράφεται μια πανεπιστημιακή εργασία ή μια διατριβή– ποιητικά, αυτοβιογραφικά, θεωρητικά και πρακτικά, κ.λπ. Για να βάλω μια ελληνική δειγματοληπτική πινελιά στην εικόνα της υπόθεσης συγγραφή, κλείνω, με αναφορά στα βιβλία της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, Η γραφή και η βάσανος: ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Πατάκης, Αθήνα 2000, 365 σ., όπου παρουσιάζεται η διαδραστικότητα μεταξύ της ιστορίας, των συγκυριών και γεγονότων της και η λογοτεχνική απόδοσή τους· της Πόλυς Μηλιώρη, Δημιουργική γραφή για μελλοντικούς ομότεχνους, Ψυχογιός, Αθήνα 2006, 452 σ., που έχει προσανατολισμό με χαρακτήρα τεχνικό μιας και περιλαμβάνει 80 ασκήσεις και οδηγίες· της Μαρίνας Ζουμπουλάκη, Πώς να γράψεις, εκδόσεις Introbooks, μα και άλλα.

Το γράψιμο δεν εξαντλείται, οι ιδέες πηγάδι χωρίς πάτο, οι άνθρωποι που τις παλεύουν δημιουργικά στρατιές…

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 29


Πατρίτσια Χάισμιθ, Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας [και δράσης], μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 220 σ.
Ξένη λογοτεχνία-δοκίμιο


Κοντοστέκομαι στο εξώφυλλο πριν μπω στο πώς που προτίθεται να μου αποκαλύψει το κείμενο. Ήδη εδώ απέξω η Πατρίτσια δείχνεται. Μια φωτογραφία που κρατάει δύο Πατρίτσιες. Η μια, πάνω, πάνω από τον τίτλο, είναι ένα πορτρέτο της σε νεαρή ηλικία Στητή και αλύγιστη, κλειστή και αγέλαστη, σκυθρωπή, τα χέρια αγκαλιάζουν τον κορμό ερμητικά. Η κάτω Πατρίτσια σε πιο προχωρημένη ηλικία, μισοξαπλωμένη σχεδόν με άνεση στον μαύρο καναπέ, αχνοχαμογελά, μας κοιτά όχι ακριβώς κατάματα, τα χέρια ανοιχτά, την γάτα της στα γόνατα. Μιλά με το σώμα της για την διαδρομή της από τα μέσα προς εμάς μέσω των γραπτών αγωνίας.
Η Π. Χάισμιθ, μητέρα του ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϋ, γεννήθηκε στο Τέξας το 1921, σπούδασε λογοτεχνία, εργάστηκε σαν κειμενογράφος του Σούπερμαν, και μετακόμισε στην γηραιά ήπειρο. Βιβλίο πρωτοδημοσιευμένο στην Μεγάλη Βρετανία το 1983, δώδεκα χρόνια πριν το θάνατό της, όταν ήταν αναγνωρισμένη για την δημιουργική συγγραφική της δουλειά που είχε πάρει διάφορες μορφές: μυθιστορήματα μεταπλασμένα σε θεατρικά και κινηματογραφικές ταινίες, κριτικές και δοκίμια.
Το Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας [και δράσης] είναι ένας συγκερασμός δοκιμίου και αυτοβιογραφίας. Δοκίμιο καθώς περιλαμβάνει κριτικές θεωρήσεις για την λογοτεχνία και αναλύει συστατικά της. Αυτοβιογραφία καθώς όλα περνάνε από προσωπικές διόδους, με απτά παραδείγματα από την δουλειά της και όχι από την στεγνή θεωρία.
Και για μια άλλη φορά, σε ένα ακόμα βιβλίο αυτού του τεχνικού είδους ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν υπάρχει Η συνταγή, ΕΝΑ μυστικό, ΜΙΑ φόρμουλα ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων. Καταγράφει με ειλικρίνεια ατομικές σκέψεις τις οποίες έκανε, κόλλησε εκεί ή μετακίνησε με το πέρασμα του χρόνου και την συσσώρευση εμπειρίας, καταχωρεί τα βήματα που ακολουθεί στην διαδικασία. Η μαγεία όπου υπάρχει, απλά υπάρχει και είναι στην ουσία της η ιδιαιτερότητα. Το βιβλίο είναι ο συγγραφέας με την διαφορετικότητά του, ο άνθρωπος δημιουργός που στέκεται με άποψη απέναντι στην ζωή, την καθημερινότητά της μα και το βάθος των δυσκολιών της, εκφράζει τα σώψυχά του ανοιχτά, με φόβο και συνάμα λυτρωτικά για τον ίδιο και τους εν δυνάμει αναγνώστες του που θα εντοπίσουν σπαράγματα εαυτού που ήξεραν ή δεν ήξεραν ότι ήταν κάπου εκεί.
Τα κεφάλαια είναι ένδεκα. «Το σαράκι της ιδέας» ξεκινά με μια βασική αρχή. Ένα βιβλίο θα πρέπει πρώτα από όλα να δώσει χαρά σε αυτόν που το γράφει, και έπειτα να παρασύρει τους εκδότες και τους αναγνώστες. Και η άλλη γενική αρχή της Χάισμιθ: από πού έρχονται και αν στερεύουν οι ιδέες πολύ με ανακούφισε. Οι ιδέες, λέει, έρχονται από παντού, από ολούθε ένα γύρω και δεν έχουν τέλος όσο η κίνηση και η ζωή υπάρχει. Το κόλπο είναι να τις αναγνωρίζει κανείς όταν εμφανίζονται. «Ουσιαστικά είναι αδύνατον να ξεμείνει κανείς από ιδέες, από τη στιγμή που αυτές βρίσκονται παντού» (σ. 21). «Κυρίως για τη χρήση εμπειριών» μιλάει για την ορμή, τα θετικά συναισθήματα και την αισιοδοξία, την χρήση προσωπικών βιωμάτων, ακόμα και των πιο μικρών και ασήμαντων και την επινοητικότητα ώστε να δουλευτούν. «Το διήγημα αγωνίας» είναι κεφάλαιο ορισμών και αποχρώσεων. «Η ανάπτυξη», «Η πλοκή», «Η πρώτη γραφή», «Οι δυσκολίες», «Η δεύτερη γραφή», «Οι αναθεωρήσεις», διαδικασίες που περιγράφονται, ντύνονται με παραδείγματα και σκέψεις πάνω στα προβλήματα της πορείας που λύνονται με εσωτερικές διεργασίες στο ξύπνιο και στον ύπνο. Για τους εγκληματικούς χαρακτήρες και το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν με όσα τους κατατρέχουν ή αψηφάνε και την εκτός νόμου ελευθερία που κουβαλάνε. Τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις απίστευτες καταστάσεις και συμπτώσεις, τον ρυθμό, τις οπτικές, την τεχνική και το ταλέντο. Πάντα γραμμένα απλά, σε φιλικό τόνο. «Η παραδειγματική ιστορία ενός βιβλίου – Το γυάλινο κελί» είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει, ένα υπόδειγμα που περιέχει και πολλές εμπειρίες από τη σχέση με τους εκδότες, φορές στηρικτική φορές εμποδιστική. Τέλος στις «Σημειώσεις για το σασπένς γενικότερα» υπερασπίζεται το είδος των μυθιστορημάτων αγωνίας. Ναι, είναι σοβαρά έργα μυθοπλασίας, έχουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες, δράση και ανοίγουν τους ορίζοντες των αναγνωστών. Μιλάει και λιγουλάκι για την «μοναχική φύση της γραφής», αλλά και τα πεζά οικονομικά του συγγραφέα.
Ξαφνιάστηκα ευχάριστα διαβάζοντάς το γιατί βρήκα σχόλια που δεν περίμενα ότι θα ήταν σπαρμένα: ότι η τέχνη δεν έχει σχέση με συμβάσεις και την ηθική αν και ενέχει στοιχεία αξιολογικά, και δεν είναι δουλειά της το κήρυγμα, ότι ο καλλιτέχνης είναι αταξικός…