Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 6


Lu Chi, Η τέχνη του γραψίματος / Wen Fu, εισαγωγή Sam Hamill, μετάφραση Συμεών, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003, 81 σ.

Κάθε συγγραφέας βρίσκει μια καινούργια είσοδο
στο μυστήριο,
και αυτό είναι δύσκολο να εξηγηθεί.

Ο συγγραφέας, ο ποιητής, το μυστήριο της γραφής. Ως «το εργαστήρι» του συγγραφέα περιέγραφαν τον χώρο εργασίας των πνευματικών δημιουργών στα μέσα του 20ού αιώνα, προσδίνοντάς τους την χροιά των τεχνιτών και αφαιρώντας λίγο από την μαγεία της ουράνιας έμπνευσης. Μετά το ονόμαζαν και «η κουζίνα του συγγραφέα», ενεργοποιώντας έτσι όλες τις αισθήσεις στη διαδικασία, εννοώντας ίσως τις σωστές αναλογίες και δόσεις, τις συνταγές που ποικίλλουν στην μαγειρική ανάλογα με τα υλικά, τα γεωγραφικά μήκη κι πλάτη της γης. Το «εργοστάσιο», πάλι, του συγγραφέα παραπέμπει στην τυποποιημένη και μαζική παραγωγή. Πολλά έχουν γραφεί σε όλες τις εποχές, από τους ίδιους τους συγγραφείς, από κριτικούς, σε αφιερώματα και επιμέρους εργασίες για το μυστικό της επιτυχίας, πρόσκαιρης ή και διαχρονικής. Μια από τις πρώτες σημαντικές πραγματείες για την τέχνη του γραψίματος στα αρχαία κινεζικά είναι τούτη, του Κινέζου Λου Τσι γεννημένου στο Δέλτα του Γιαντσέ ποταμού το 261 μ.Χ.
Η οικογένειά του καταγόταν από τον Βορρά, ήταν στρατιωτικοί με αναπτυγμένο το αίσθημα του καθήκοντος και κατείχε μεγάλη και αποδοτική κτηματική περιουσία. Ο ίδιος ο Λου Τσι σπούδασε τη στρατηγική τέχνη αλλά μετά από μια στρατιωτική ήττα, αυτοεξορίστηκε μαζί με τον μικρότερό του αδελφό. Κατά την δεκαετή απομάκρυνση από τα πολιτικοστρατιωτικά πράγματα, μελέτησε επισταμένα τον κονφουκιανισμό, τον ταοϊοσμό, τον βουδισμό και την ιστορία της λογοτεχνίας. Αναζητώντας τις αιτίες της ήττας έγραψε και αμφισβήτησε, συνέθεσε ποιήματα και διατύπωσε τις απόψεις του σε δοκίμια. Κλήθηκε να επιστρέψει στην αυλή το 290, όπου αρχικά διορίστηκε ως Λογοτεχνικός Γραμματέας και αργότερα έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του αυτοκράτορα και στη συνέχεια ηγήθηκε στρατευμάτων που γνώρισαν συντριπτική ήττα. Θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα, κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε ηλικία σαράντα δύο ετών, το 301. Στον πρόλογο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι ο Λου Τσι στην ιστορία των κινεζικών γραμμάτων κατέχει την αντίστοιχη θέση που κατέχει ο Αριστοτέλης στην Δύση. Ήταν αναγνωρισμένος τόσο από τους οπαδούς της παράδοσης όσο και από τους εμπειριστές αλλά και από Ιάπωνες και Κορεάτες ποιητές. Στη Δύση έγινε ευρύτερα γνωστός στις αρχές της δεκαετίας το 1950.
Με την μορφή σύντομων, ακανόνιστων στίχων, που κυλάνε με μια εσωτερική συνοχή, ο Λου Τσι αναπτύσσει την εμπειρία και τις ιδέες του για την διαδρομή και την τέχνη του γραψίματος: τα προκαταρτικά βήματα, τις απαραίτητες προϋποθέσεις, την μελέτη των προηγούμενων, την γνώση του εργαλείου της γλώσσας, την επιμονή και τις απανωτές διορθώσεις. Μελωδικά αναφέρεται με όρους ποιητικούς στην απαρχή της σύνθεσης, στο διάλεγμα των λέξεων, την ικανοποίηση της δημιουργίας, τα διαφορετικά είδη του γραπτού λόγου, τις έννοιες της αρμονίας. Δίνει συμβουλές για συνεχείς βελτιώσεις, για το στοιχείο της πρωτοτυπίας και το αν υπάρχουν νέες σκέψεις, για την ομορφιά, και τα πέντε κριτήρια της σύνθεσης –την μουσική, την αρμονία, την αληθινή συγκίνηση, την συγκράτηση προς την επίδειξη, και την λεπτότητα που κατέχει με το παραπάνω. Αναφέρεται στην ισορροπία της μορφής. Περιγράφει ένα αριστούργημα σαν να έρχεται από το τίποτα, σαν αέρας από το φυσερό. Εκφράζει τον τρόμο του στερέματος των κατάλληλων λέξεων, για το πάγωμα του πνεύματος, την νέκρωση της έμπνευσης, για τον χρόνο και τους ρυθμούς που ξεκλειδώνουν την ψυχή. Συμπέρασμά του είναι ότι μένοντας αγέραστη και άφθαρτη:
Η τέχνη των γραμμάτων έχει σώσει κυβερνήσεις
από καταστροφές και διδάσκει ηθική.
Γενικά γράφοντας για την τέχνη της γραφής είναι ένα μοίρασμα του μυστικού της και συγχρόνως το άνοιγμα του συγγραφέα προς το δημόσιο μάτι, οδηγίες από την μια, και μια προσωπική αποκάλυψη από την άλλη. Ένα αντίστοιχο του ζωγράφου που αποτυπώνει τον εαυτό του σε ώρα εργασίας στον χώρο της δημιουργίας του. Δημιουργία και ανάγκη επικοινωνίας.
Λέω να επιλέξω ένα κομμάτι για το κλείσιμο. Δυσκολεύομαι. Έτσι, όμως, μου δίνω την ευκαιρία να διατρέξω το βιβλίο ξανά και ξανά, οριζόντια και κάθετα, γραμμικά και ελλειπτικά, ώσπου να αποφασίσω τελικά εκείνο που αναφέρεται στο ταξίδι της γέννησης από το αχανές τίποτα σε έναν γραπτό αρμονικό ήχο:

Εκ του μη όντος, μια ύπαρξη γεννιέται
από σιωπή,
ο συγγραφέας παράγει ένα κελάδημα.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 5


Γιαμίν Γκατά, Η καλλιγράφος του Βοσπόρου, μυθιστόρημα, μετάφραση Κλαιρ Νεβέ, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2006, 170 σ.

Η γραφή και η ανάγνωση, έννοιες σήμερα αλληλένδετες, παλιότερα πιο χαλαρά συνδεδεμένες, καθώς υπήρχαν εκείνοι που ήξεραν να διαβάζουν αλλά όχι να γράφουν ή και το αντίστροφο, εκείνοι που ήξεραν λίγα γράμματα και εκείνοι που έγραφαν καθ΄ υπαγόρευση ή αντέγραφαν με θαυμαστό τρόπο. Η γρήγορη αποτύπωση με ωραίο γράψιμο, ήταν η εργασία των αντιγραφέων, των καλλιγράφων. Και αν οι σειρές των τυπογραφικών στοιχείων σήμερα έχουν ονόματα, ονόματα είχαν και τα είδη της καλλιγραφίας: η στρογγυλή ή εμπορική, η νόθος (τεμπέλικη), η επικλινής (ιδιαίτερα πλαγιαστή) ή αγγλική, η ανεστραμμένη (ανάποδη), η γοτθική, η ταχυγραφική. Καλλιγραφία μια τέχνη που σταδιακά αλλά σταθερά εξαφάνισε η τυπογραφία, που αντιστάθηκε έως και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αλλά δεν άντεξε στον σύγχρονο κόσμο, με εξαίρεση τις χώρες του Ανατέλλοντος Ηλίου. Στην Τουρκία, την καλλιγραφία έπληξε επιπλέον η επιβολή του λατινικού αλφαβήτου από τον Κεμάλ Ατατούρκ στο πλαίσιο του εκδυτικισμού της.
Διαβάζουμε την φωνή της καλλιγράφου της Βοσπόρου όπως μας διηγείται τη ζωή της μετά από τον θάνατό της, το 1986 σε ηλικία 83 χρονών. Διατηρεί με ένα μυστηριώδη τρόπο έλεγχο στον κόσμο των ορατών και των αόρατων, των ζωντανών και των νεκρών, και ανέπαφες τις αναμνήσεις της ζωής της. Με τον δικό της ρυθμό και περάσματα μιλάει για την προσωπική της ζωή, την οικογενειακή και έγγαμη και για το πραγματικό της πάθος, την καλλιγραφία που της έκανε ξεχωριστή σιωπηλά μα και φανερά αλλά και την βοηθούσε να δραπετεύει από τους πόνους και τις απελπισίες της. Βοηθά τους τελευταίους ηλικιωμένους καλλιγράφους κλεισμένους σε ένα εργαστήριο-γηροκομείο στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι συνέχιζαν να εργάζονται, ο καθένας στο δικό τους κόσμο, ώσπου να σβήσουν και μαζί τους να ξεθωριάσει η καλλιγραφία. Κληρονομεί από τον γέρο καλλιγράφο Σελίμ τα εργαλεία της τέχνης και ένα μελάνι δουλεμένο με κονιορτοποιημένα φύλλα χρυσού διαλυμένα σε μέλι. Μαζί με τα εργαλεία του δέχεται και την καθοδηγητική παρουσία του στην ζωή της. Έρχεται πρώτη στον διαγωνισμό καλλιγραφίας και στη συνέχεια διδάσκει στο Πανεπιστήμιο. Αναγνωρισμένη για το ταλέντο της, με διακρίσεις στην εικονογράφηση βιβλίων προσευχών, της αποδίδεται η εισαγωγή σύγχρονων στοιχείων στην παραδοσιακή τέχνη της καλλιγραφίας και το θάρρος να αγνοήσει ορισμένα άκαμπτα μέχρι τότε πρότυπα. Οι γάμοι της βουλιάζουν, τα παιδιά της μεγαλώνουν χωρίς να την γνωρίζουν παρόλη την αγάπη και τη λαχτάρα που νιώθει Εκείνη, η Ρικκάτ Κουντ, είναι γεμάτη από την τέχνη της. Οι μαθητές της την νιώθουν βαθύτερα και ειδικότερα η αγαπημένη της.
Ο κόσμος στα μάτια της περνάει μέσα από τον κόσμο και τα μέτρα της καλλιγραφίας. Δίνει το όλο της είναι, σωματικό και ψυχικό. Πιστεύει ότι οι καλλιγράφοι πρώτα γράφουν μέσα τους και μετά βγάζουν «τη σάρκα τους που μαύρισε από το αλφάβητο» να την δουν και οι άλλοι, και πάλι λίγο όχι ολόκληρη. Την συνεπαίρνουν τα γράμματα που ταξιδεύουν με τις γραμμές τους πάνω στο χαρτί. Το σώμα, η ανάσα γίνονται ένα, προεκτείνουν τις γραμμές που χαράζονται στο χαρτί. Δημιουργός και δημιούργημα ένα σύμπλεγμα, χωμένος ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Εξαρτημένοι για να δώσουν ζωή και να μείνουν εν ζωή μετά από αυτήν.
Μια τέχνη προϋποθέτει και τεχνικές. Η προετοιμασία, ιεροτελεστία ολόκληρη. Το στρώσιμο των υλικών, του χαρτιού και του μελανιού. Ξυσίματα, μίξεις, λειάνσεις, στεγνώματα. Υπομονή και παρατήρηση, το δέσιμο με την κασετίνα των υλικών που την χάνει βίαια όταν ο άντρας της θυμωμένος για τις ώρες ενασχόλησής της που περνά κλεισμένη, την πετά στα νερά του Βοσπόρου που την καταπίνουν για να βρεθεί την μέρα του θανάτου της.
Οι υποσημειώσεις βοηθούν να καταλάβουμε τις συνήθειες, τα αυτονόητα, τα νοήματα εκεί που οι πολιτισμικές διαφορές αποτελούν εμπόδιο. Και έτσι μπορούμε να ξεπεράσουμε τις άγνωστες εικόνες, να καταλάβουμε καλύτερα τις διαφορές στην οπτική. Είμαστε σε θέση να δούμε μια γενικότερη εφαρμογή των τεχνών που χάνονται, έχοντας δώσει τον καλύτερο εαυτό τους, φτάνουν στο απόγειό τους και στη συνέχεια για ποικίλες αιτίες ξεφτάνε. Και μετά αποτελούν μνημεία πολιτισμού, αντικείμενα θαυμασμού, ψηφίδες ομορφιάς που έχουν την σφραγίδα της ανθρώπινης παραγωγής.
Τελεία για αυτήν την εβδομάδα.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 4


Helene Hanff, 84, Charing Cross Road, μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2004, 146 σ.

Της Mafalda και πάλι

Αδιάβαστη. Δηλαδή αυτό το βιβλίο δεν ήταν στη λίστα και όχι μόνο δεν ήταν στη λίστα αλλά δεν ήταν ούτε καν κάπου εκεί γύρω. Ναι, ναι η Mafalda ήταν εκείνη που το είχε διαβάσει πρώτη, που της ήρθε αμέσως στο μυαλό ότι ανήκει στην κατηγορία των αναγνώσεων βιβλία για βιβλία. Την ίδια την ημέρα της αποκάλυψης το αγοράζω και πέφτω στις σελίδες του. Και τώρα διαβασμένη έχω να πω…
Η Αμερικανίδα Helene Hanff (1916-1996) που έζησε από τα γραψίματά της σε διαφορετικά είδη του λόγου (λήμματα για εγκυκλοπαίδειες, ιστορικά παιδικά βιβλία, σενάρια για την τηλεόραση και διορθώσεις κινηματογραφικών σεναρίων) χωρίς να γνωρίσει καταξίωση και να αποκτήσει οικονομική άνεση, είχε αληθινό πάθος για την αγγλική λογοτεχνία και για τις επιμελημένες τυπογραφικά εκδόσεις. Και καθώς οι αμερικανικές εκδόσεις δεν την ικανοποιούσαν ποιοτικά, αποφάσισε να απευθυνθεί σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο του Λονδίνου που βρισκόταν στον αριθμό 84 της Charing Cross Road, εξου και ο τίτλος του βιβλίου. Έστειλε το πρώτο γράμμα της στις 5 Οκτωβρίου του 1849 στους Marks and Co, χρονιά που οι απόηχοι του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην καθημερινή ζωή των Λονδρέζων ήταν δεν είχαν ακόμα σβήσει. Στο σημείο αυτό ξεκινά μια πολύχρονη επικοινωνία μεταξύ βιβλιανθρώπων που προσπαθούν να ικανοποιήσουν ο ένας τον άλλο γιατί ακριβώς αντιλαμβάνονται τις ανάγκες τους και τις εκτιμούν ανάλογα.
Ξετυλίγεται σαν κουβάρι η σειρά των διαβασμάτων της Helene πώς από τον έναν οδηγείται στον άλλο Άγγλο συγγραφέα, -από τον 15ου αιώνα- πώς η μια ανάγνωση κρύβει στα ουσιαστικά συστατικά της ένα προηγούμενο έργο και πώς πλάθεται σε ένα νέο αυτούσιο δημιούργημα, που το παραγγέλνει για να το διαβάσει, να γίνει μέρος του με όλους τους τρόπους. Της αρέσει «η συντροφική αίσθηση» (σ. 48) να γυρίζει τις σελίδες που γύρισε πριν κάποιος άλλος συγκεντρωμένος αναγνώστης, να διαβάζει τις σημειώσεις, να κοντοστέκεται στις υπογραμμίσεις. Τα ίχνη προηγούμενων επισκεπτών στις ίδιες σελίδες είναι πατήματα για τους επόμενους και η Helene χαίρεται να τα περπατά συνειδητά. Ανοίγοντας αυτόματα στα πολυδιαβασμένα σημεία την οδηγούν να διαβάσει αποσπάσματα που είχε επισημάνει ο προηγούμενος οδοιπόρος και δεν είχε υπόψη της (σ. 83).

Κάτι σαν σημείωση υστερόγραφη. Η Πάμελα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1741, θεωρείται το πρώτο αληθινό μυθιστόρημα στην ιστορία της αγγλικής φιλολογίας. Η μορφή του πρώτου αυτού μυθιστορήματος είναι επιστολιμιαία. Η αφήγηση παρουσιάζεται αποκλειστικά μέσα από τις επιστολές που απευθύνει η Πάμελα Άντριους στους γονείς της, περιγράφοντας πώς καταφέρνει να αντιστέκεται στις επιθέσεις αποπλάνησης του αφεντικού της και πώς εκείνος τελικά αποφασίζει να αλλάξει την ‘ανέντιμη συμπεριφορά’ του και να την παντρευτεί αν και δεν ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη με τον ίδιο, αμείβοντας την ‘αρετή’ της. Θεωρείται μυθιστόρημα γιατί μέσα από τα γράμματα αποτυπώνεται η καθημερινή συμπεριφορά και ψυχολογία χαρακτήρων, οι οποίοι σκέπτονται, δρουν, αλληλοεπηρεάζονται, διαπλάθονται κατά τη διάρκεια της πλοκής.
Κατά κάποιο τρόπο το ίδιο συμβαίνει και σε τούτη την περίπτωση. Μέσα από τα γράμματα οι άνθρωποι γνωρίζονται, γνωρίζουν τις ζωές τους, την καθημερινότητά τους, τα σπίτια τους, τους γείτονες και συναδέλφους τους, τα προβλήματά τους, τις ελλείψεις σε τρόφιμα και αγαθά της σύγχρονης ζωής που κυριαρχούν στην μεταπολεμική αμερικανική κοινωνία χωρίς να έχουν συναντηθεί κατά πρόσωπο ποτέ, αν και πολύ το επιθυμούν. Και όχι μόνον απλά γνωρίζονται. Υπάρχει μια λεπτή αλλά σαφής δια-δράση. Ο Frank Doel σταδιακά παύει να είναι τυπικός και μόνον επαγγελματικός, ακόμα και όταν χρησιμοποιεί επιστολόχαρτο της φίρμας των Marks & Co. Η γυναίκα του Frank, Nora γράφει και αυτή γράμματα για να ομολογήσει, μετά τον θάνατο του άντρα της, ένα αίσθημα ζήλειας απέναντι στην Helene που ποτέ δεν συνάντησε ο Frank γιατί πέθανε, για αυτό που τους ένωνε, την αγάπη για τα βιβλία και τα κοινά διαβάσματα. Το πλησίασμα του πνεύματος. Για αυτό, νομίζω, ότι ήταν δυνατή η μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη και διασκευάστηκε για το θέατρο. Και αν και το πρώτο μυθιστόρημα γράφτηκε εξ επί τούτου σε επιστολιμιαία μορφή, εδώ η αλληλογραφία είκοσι ετών μετατρέπεται εκ των υστέρων σε ένα είδος μυθιστορήματος. Οι σχέσεις των ανθρώπων, ανθρώπων των βιβλίων στην περίπτωσή μας, μέσα στο χρόνο κρυσταλλώνονται στις πιο αληθινές, τρυφερές ιστορίες και που με τον χρόνο παίρνουν να μοιάζουν σε μυθ-ιστορίες.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 3


Μπερνάρ Κλαβέλ, Το χάρτινο κάστρο, εικονογράφηση Γιάν Νάσιμπεν, μετάφραση Έφη Κορομηλά, εκδόσεις Κάστωρ, Αθήνα 2005, 32 σ.

Με τα χέρια βαθιά χωμένες στις τσέπες του μπλου τζην επισκεπτόμαστε με την Άννα την Έκθεση Βιβλίου στην Αρεοπαγίτου, κάτω από την Ακρόπολη. Το απόγευμα είναι γλυκό, σκοτεινιάζει αργά αργά και το φεγγάρι αρχίζει να προβάλλει από την μεριά του Φιλοπάππου. Κόσμος πάει και έρχεται, χαλαρά ανάμεσα στα στρογγυλά, φέτος, περίπτερα. Περπατάω και χώνω τα χέρια όλο πιο πολύ στις τσέπες, τα νιώθω στα πόδια μου. Σχεδόν με εμποδίζουν στο περπάτημα. Δεν θα τα βγάλω. Δεν θα ακουμπήσω τα αντικείμενα του πόθου μου, τα βιβλία, γιατί μετά θα θέλω και θα θέλω και δεν θα ξέρω πού να σταματήσω και όσα και να αγοράσω και πάλι θα μετανιώνω για εκείνα που θα μπορούσα να διαλέξω και τελικά δεν διάλεξα. Τα κοιτάζω, λοιπόν, αφ’ υψηλού, λίγο μακρύτερα, από απόσταση ασφαλείας. Σημειώνω στο μυαλό μου ότι με τραβάει, για κάποτε, για ρεζέρβα. Τα καταφέρνω καλά, λέμε πράγματα για τα βιβλία που προσπερνάμε, για όσα έχουμε διαβάσει –και έχει πολλές παλιές εκδόσεις στην Έκθεση- για δικά μας, αληθινά και σκέψεις. Καλά έως το τέλος. Ακόμα και εκεί στο παραπροτελευταίο άσπρο περίπτερο που Το χάρτινο κάστρο, μαζί με άλλα παιδικά μας κλείνει το μάτι. Το πιάνουμε και το ξεφυλλίζουμε. Μας κερδίζουν οι ζωγραφιές του. Απλές, σχήματα ξεκάθαρα, χρώματα ήρεμα , ένα μικρό αγόρι, ο πατέρας του και ένα γύρω βιβλία που μεταφέρονται ή ξεχειλίζουν στα ράφια. Ο άνθρωπος του περιπτέρου το ξέρει, ναι, οι ζωγραφιές του είναι το δυνατό του σημείο. Δεν πέφτει το κάστρο της αντίστασής μας. Δεν το αγοράζουμε. Φεύγουμε με εντυπώσεις αλλά χωρίς χάρτινα έπαθλα. Αργότερα το βράδυ, από όλα τα βιβλία, το χάρτινο κάστρο επανέρχεται για να με βάλει σε πειρασμό. Την επόμενη μεταξύ άλλων το λέω στην Άννα, την μεθεπόμενη όλο χαρά είναι το δώρο της ημέρας μου. Ανυπομονώ να το διαβάσω.
Ο μικρός Ιβ μένει στο Μπορντό της Γαλλίας με τον πατέρα του σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και μια μικρή τσιμεντένια πίσω αυλίτσα. Ονειρεύεται ένα μεσαιωνικό κάστρο, το σχεδιάζει κρυφά και αποφασίζει να το χτίσει με βιβλία στην αυλή, μυστικά από τον πατέρα του που απορροφημένος να συνθέσει το ποίημα του από 4.512 στίχους, δεν καταλαβαίνει ότι τα βιβλία της βιβλιοθήκης του αραιώνουν. Χαίρεται που βρίσκει χώρο για καινούρια βιβλία. Το κάστρο όλο και ψηλώνει, μέχρι που ο Ιβ σκαρφαλωμένος στη σκεπή του, αντικρίζει την θάλασσα. Στο μεταξύ ο πατέρας ψάχνει τις λέξεις του ποιήματός του, τις βρίσκει και τις παίρνει από το κάστρο. Οι λέξεις που λείπουν ανοίγουν τρύπες στο κάστρο. Όσο προχωρά το ποίημα τόσες τρύπες αποκτά το κάστρο. Ο Ιβ ανησυχεί. Θα αντέξει στον αέρα και τη βροχή έτσι διάτρητο; Το ποίημα τελειώνει μα ο πατέρας δεν είναι ευχαριστημένος με το έργο του. Το πετάει θυμωμένος. Το βρίσκουν δυο άσπρα ποντίκια που ροκανίζουν τις λέξεις στις βρεγμένες σελίδες του. Ο Ιβ προσπαθεί να παρηγορήσει τον πατέρα του. Τα ποντίκια έχουν αποφάει το ποίημα και αρχίζουν να το απαγγέλλουν. Οι λέξεις ηχούν σωστά, με φαντασία και γνώση. Μαγεύονται. Ο Ιβ ζητά να μάθει πώς φτιάχνεται ένα ποίημα και ο πατέρας πώς χτίζεται ένα κάστρο.
Μια ιστορία που το αληθινό χάνεται στον ορίζοντα του φανταστικού, και το εφικτό μπερδεύεται με το παράλογο. Μια ιστορία για παιδιά που ελευθερώνει τους μεγάλους και συμφιλιώνει. Μια ιστορία που διηγείται πως μικροί και μεγάλοι προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι, ότι και να είναι. Προσπαθούν να βγάλουν από μέσα τους το μέσα τους, να το δείξουν με ζωγραφιές, με κατασκευές, με λέξεις άλλων βαλμένες στη σειρά με έναν προσωπικό τρόπο. Πως ανησυχούν για το αυτό που έφτιαξαν και πως δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι με αυτό που έφτιαξαν. Πως όταν θέλουν να μάθουν αυτό που αρέσει στον άλλο έχουν έρθει κοντά με τον άλλο.
Η Άννα δεν το έχει διαβάσει. Της το διηγήθηκα. Μάλλον θα της το δανείσω. Να θυμηθώ να της το δώσω την εβδομάδα που μας έρχεται.