Όσνε Σέιερσταντ, Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ, μετάφραση Άννα Παπαφίγκου, επιμέλεια Θέμις Μίνογλου, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2003, 292 σ., σειρά: Cosmos 3.
Διαλέγω να μαθαίνω και να σπρώχνω τα πολύ δύσκολα σε γωνιές κρυφές, είναι αλήθεια. Με τον Βιβλιοπώλη της Καμπούλ μαθαίνω πράγματα που γίνονται στην παραπέναντι όχθη και διαλέγω να μην ξεχνάω. Το αντίθετο μάλιστα, διαβάζω για να φωτίζω ξανά, όχι από περαστική περιέργεια μα ακριβώς για να μην ξεχνάω. Γιατί τότε, αν το κάνω, είναι σαν να κλείνω τα μάτια και να διαλέγω να ζω στον κόσμο της ροζουλής Μπάρμπι, στον επίπεδο τηλεοπτικό χωρόχρονο, στο ενημερωμένο αδιάφορο.
Πιο ρεαλιστικός ο τίτλος του βιβλίου δεν γινόταν. Μιλάει για τον Σουλτάν Χαν, έμπορο βιβλίων στην πόλη της Καμπούλ που επιβλήθηκαν κατά σειρά οι κομμουνιστές, οι Μουτζαχεντίν και οι Ταλιμπάν, όλοι φέρνοντας μαζί τους όλη την βία σε όλες τις εκφάνσεις της. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2002 στο Όσλο και περιλάμβανε εικόνες και διηγήσεις, αν και προσωπικές, πρόσφατες και επίκαιρες έως και το 2001.
Η συγγραφέας δημοσιογράφος, αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρεί την ζωή στο δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο, ζώντας μέσα στο τριάρι του βιβλιοπώλη. Μοιράζεται την καθημερινότητα των γυναικών και των παιδιών. Περιγράφει και παρατηρεί τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, τον τρόπο που διαμορφώνονται, το σκεπτικό που τις διέπει. Πάντοτε, βέβαια, με τα μάτια και στα βήματα του ανθρώπου της Δύσης. Παρατηρεί και σχολιάζει και όσα διαδραματίζονται στο δημόσιο γίγνεσθαι. Το βιβλίο λειτουργεί ως κεραία λήψης μηνυμάτων που έρχονται από πολλές κατευθύνσεις. Κύρια δίοδος είναι η επικοινωνία στην αγγλική γλώσσα. Η οικογένεια είναι από μόνη της μια ιδιαίτερη οικογένεια μιας και γνωρίζει όχι μόνο γραφή και ανάγνωση αλλά και αγγλικά. Και παρόλα αυτά ο βιβλιοπώλης που ενδιαφέρεται για το μέλλον της χώρας του, διαθέτει άποψη πολιτική αλλά και επιχειρηματική –την οποία εφαρμόζει με πρόγραμμα και αδιάλλακτη σκληρότητα όπου κρίνει απαραίτητη–, με τις γυναίκες του σπιτικού του είναι σκληρός, χωρίς κατανόηση για τις ανάγκες τους, τα όνειρα που είναι δυνατόν να έχουν και τις απογοητεύσεις τους. Σκληρός είναι και με τους γιους τους που δεν ακούει και τους χρησιμοποιεί ανάλογα με τις υποχρεώσεις των βιβλιοπωλικών καταστημάτων του.
Ο Σουλτάν, γιος αναλφάβητων γονέων, εγκατέλειψε το επάγγελμα του μηχανικού εξαιτίας της αγάπης του για τα βιβλία. Πλασιέ βιβλίων στα εφηβικά του χρόνια, φρόντισε να προμηθεύει τους συμφοιτητές του με τα κατάλληλα εγχειρίδια, αγόρασε ένα στοκ βιβλίων διαφόρων θεμάτων από την Τεχεράνη για να ανοίξει το πρώτο του βιβλιοπωλείο στην αγορά την δεκαετία του 1970. Πουλούσε κείμενα εγκριμένα και από τους Μουζαχεντίν και από τους κομμουνιστές, ό,τι ήθελε η εξουσία αλλά και ό,τι ήθελε ο κόσμος. Τα απαγορευμένα τα έκρυβε. Δυο φορές τον συνέλαβαν, έφαγε ξύλο μέχρι ολικού μελανιάσματος, μπήκε φυλακή στην πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων, μακριά από βιβλία και χαρτιά. Δωροδοκώντας κατάφερε να βάλει λαθραία βιβλία, διάβασε ιστορία, ποίηση, λογοτεχνία, περσική φιλοσοφία και η ήδη σταθερή απόφασή του να έχει να κάνει με τα βιβλία, ρίζωσε κάθετα. Βγαίνοντας για λόγους ασφάλειας, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Πακιστάν. Στην επιστροφή τους βρήκε το βιβλιοπωλείο λεηλατημένο, τις συλλογές του κατακλεμμένες, όπως άλλωστε και αυτές της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Οι Ταλιμπάν συνέχισαν το έργο της καταστροφής των βιβλίων και ισοπέδωσαν κάθε δείγμα πολιτισμού. Παρόλα αυτά ο Σουλτάν κατάφερε να διατηρεί τρία βιβλιοπωλεία στην Καμπούλ και να διαθέτει περισσότερα από 10.000 βιβλία κρυμμένα εδώ και εκεί, σε πολλά σημεία. Ήλπιζε ότι κάποτε όλα θα τελείωναν. Η χώρα θα ξαναστηνόταν και η Εθνική Βιβλιοθήκη θα ξαναλειτουργούσε. Η σχέση των διαφορετικών καθεστώτων με το βιβλίο ελεγκτική, επιθετική, καταστροφική και οι άνθρωποι του βιβλίου σε διωγμό.
Ο βιβλιοπώλης –άνθρωπος του βιβλίου σαφώς– είναι εκείνος που πουλά βιβλία ή είναι και ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου, κρίκος βασικός στην μακρά αλυσίδα παραγωγής –συχνά βιβλιοπώλες είναι και εκδότες– και διακίνησης του βιβλίου. Είναι ο βασικός υπεύθυνος που φέρνει το βιβλίο στο κοινό, το βάζει στην βιτρίνα για τον περαστικό, στον πάγκο για όσους θέλουν να πιάνουν το χαρτί, να ελευθερώνουν την μυρωδιά του μελανιού, να ξεφυλλίζουν, να αγοράζουν και να βυθίζονται σε κόσμους τυπωμένους…
Διαλέγω να μαθαίνω και να σπρώχνω τα πολύ δύσκολα σε γωνιές κρυφές, είναι αλήθεια. Με τον Βιβλιοπώλη της Καμπούλ μαθαίνω πράγματα που γίνονται στην παραπέναντι όχθη και διαλέγω να μην ξεχνάω. Το αντίθετο μάλιστα, διαβάζω για να φωτίζω ξανά, όχι από περαστική περιέργεια μα ακριβώς για να μην ξεχνάω. Γιατί τότε, αν το κάνω, είναι σαν να κλείνω τα μάτια και να διαλέγω να ζω στον κόσμο της ροζουλής Μπάρμπι, στον επίπεδο τηλεοπτικό χωρόχρονο, στο ενημερωμένο αδιάφορο.
Πιο ρεαλιστικός ο τίτλος του βιβλίου δεν γινόταν. Μιλάει για τον Σουλτάν Χαν, έμπορο βιβλίων στην πόλη της Καμπούλ που επιβλήθηκαν κατά σειρά οι κομμουνιστές, οι Μουτζαχεντίν και οι Ταλιμπάν, όλοι φέρνοντας μαζί τους όλη την βία σε όλες τις εκφάνσεις της. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2002 στο Όσλο και περιλάμβανε εικόνες και διηγήσεις, αν και προσωπικές, πρόσφατες και επίκαιρες έως και το 2001.
Η συγγραφέας δημοσιογράφος, αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρεί την ζωή στο δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο, ζώντας μέσα στο τριάρι του βιβλιοπώλη. Μοιράζεται την καθημερινότητα των γυναικών και των παιδιών. Περιγράφει και παρατηρεί τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, τον τρόπο που διαμορφώνονται, το σκεπτικό που τις διέπει. Πάντοτε, βέβαια, με τα μάτια και στα βήματα του ανθρώπου της Δύσης. Παρατηρεί και σχολιάζει και όσα διαδραματίζονται στο δημόσιο γίγνεσθαι. Το βιβλίο λειτουργεί ως κεραία λήψης μηνυμάτων που έρχονται από πολλές κατευθύνσεις. Κύρια δίοδος είναι η επικοινωνία στην αγγλική γλώσσα. Η οικογένεια είναι από μόνη της μια ιδιαίτερη οικογένεια μιας και γνωρίζει όχι μόνο γραφή και ανάγνωση αλλά και αγγλικά. Και παρόλα αυτά ο βιβλιοπώλης που ενδιαφέρεται για το μέλλον της χώρας του, διαθέτει άποψη πολιτική αλλά και επιχειρηματική –την οποία εφαρμόζει με πρόγραμμα και αδιάλλακτη σκληρότητα όπου κρίνει απαραίτητη–, με τις γυναίκες του σπιτικού του είναι σκληρός, χωρίς κατανόηση για τις ανάγκες τους, τα όνειρα που είναι δυνατόν να έχουν και τις απογοητεύσεις τους. Σκληρός είναι και με τους γιους τους που δεν ακούει και τους χρησιμοποιεί ανάλογα με τις υποχρεώσεις των βιβλιοπωλικών καταστημάτων του.
Ο Σουλτάν, γιος αναλφάβητων γονέων, εγκατέλειψε το επάγγελμα του μηχανικού εξαιτίας της αγάπης του για τα βιβλία. Πλασιέ βιβλίων στα εφηβικά του χρόνια, φρόντισε να προμηθεύει τους συμφοιτητές του με τα κατάλληλα εγχειρίδια, αγόρασε ένα στοκ βιβλίων διαφόρων θεμάτων από την Τεχεράνη για να ανοίξει το πρώτο του βιβλιοπωλείο στην αγορά την δεκαετία του 1970. Πουλούσε κείμενα εγκριμένα και από τους Μουζαχεντίν και από τους κομμουνιστές, ό,τι ήθελε η εξουσία αλλά και ό,τι ήθελε ο κόσμος. Τα απαγορευμένα τα έκρυβε. Δυο φορές τον συνέλαβαν, έφαγε ξύλο μέχρι ολικού μελανιάσματος, μπήκε φυλακή στην πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων, μακριά από βιβλία και χαρτιά. Δωροδοκώντας κατάφερε να βάλει λαθραία βιβλία, διάβασε ιστορία, ποίηση, λογοτεχνία, περσική φιλοσοφία και η ήδη σταθερή απόφασή του να έχει να κάνει με τα βιβλία, ρίζωσε κάθετα. Βγαίνοντας για λόγους ασφάλειας, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Πακιστάν. Στην επιστροφή τους βρήκε το βιβλιοπωλείο λεηλατημένο, τις συλλογές του κατακλεμμένες, όπως άλλωστε και αυτές της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Οι Ταλιμπάν συνέχισαν το έργο της καταστροφής των βιβλίων και ισοπέδωσαν κάθε δείγμα πολιτισμού. Παρόλα αυτά ο Σουλτάν κατάφερε να διατηρεί τρία βιβλιοπωλεία στην Καμπούλ και να διαθέτει περισσότερα από 10.000 βιβλία κρυμμένα εδώ και εκεί, σε πολλά σημεία. Ήλπιζε ότι κάποτε όλα θα τελείωναν. Η χώρα θα ξαναστηνόταν και η Εθνική Βιβλιοθήκη θα ξαναλειτουργούσε. Η σχέση των διαφορετικών καθεστώτων με το βιβλίο ελεγκτική, επιθετική, καταστροφική και οι άνθρωποι του βιβλίου σε διωγμό.
Ο βιβλιοπώλης –άνθρωπος του βιβλίου σαφώς– είναι εκείνος που πουλά βιβλία ή είναι και ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου, κρίκος βασικός στην μακρά αλυσίδα παραγωγής –συχνά βιβλιοπώλες είναι και εκδότες– και διακίνησης του βιβλίου. Είναι ο βασικός υπεύθυνος που φέρνει το βιβλίο στο κοινό, το βάζει στην βιτρίνα για τον περαστικό, στον πάγκο για όσους θέλουν να πιάνουν το χαρτί, να ελευθερώνουν την μυρωδιά του μελανιού, να ξεφυλλίζουν, να αγοράζουν και να βυθίζονται σε κόσμους τυπωμένους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου