Άμος Οζ, Η νύχτα του συγγραφέα, μυθιστόρημα, μετάφραση από τα εβραϊκά Λουίζα Μιζάν, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008, 183 σ.
σειρά: Συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο. Τυπωμένο σε οικολογικό χαρτί.
Λογοτεχνικές βραδιές οργανώνονται συνεχώς, ακάθεκτα. Ανά τον κόσμο, φαίνεται. Είναι εκείνα τα βαριά απογεύματα όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι να ακούσουν έναν κάποιο γνωστό συγγραφέα να μιλάει για την ζωή και την δουλειά του. Άλλους να μιλούν για τον συγγραφέα με λόγια εισαγωγικά και επαινετικά. Διαβάζονται και αποσπάσματα παλαιότερου ή και του καινούργιου του έργου. Στο τέλος, η βραδιά κλείνει με ερωτήσεις των ακροατών προς τον συγγραφέα. Και ενώ μοιάζει κανένας να μην επιθυμεί να παρίσταται στην βραδιά, συμπεριλαμβανομένου και του τιμώμενου συγγραφέα, παρόλα αυτά ένα σωρό άνθρωποι είναι παρόντες. Τις εκδηλώσεις αυτού του είδους έχουν σχολιάσει παντελώς αρνητικά και κατ’ επανάληψη λογοτέχνες, ποιητές και δημοσιογράφοι. Τις έχουν σατιρίσει εκπομπές όλων των οπτικοακουστικών μέσων. Παρ’ όλες τις επικρίσεις επιζούν.
Με αφορμή μια λογοτεχνική βραδιά ξετυλίγεται Η νύχτα του συγγραφέα, αφηγητή πραγματικών, μαθηματικά προβλέψιμων γεγονότων, μάλλον προσχεδιασμένων, χωρίς πρωτοτυπία. Εδώ, ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ίδιο του τον εαυτό μέσα στο περιβάλλον, παρατηρεί τον χώρο, παρακολουθεί τους ανθρώπους που βλέπει αλλά δεν γνωρίζει. Και μάλλον δεν θα μάθει ποτέ. Σε αυτούς τους ορατούς άγνωστούς του, δίνει ονόματα που, κατά την κρίση του, τους ταιριάζουν και φτιάχνει ένα πιθανό αληθοφανές σενάριο ζωής, με τα συστατικά της: γεγονότα, στοιχεία, συγκυρίες, εμπειρίες, αισθήματα. Χτίζει καταστάσεις, μηχανεύεται περιστάσεις, μοιράζει λύπες, αρρώστιες και αδιέξοδα, τους σκέφτεται πώς ήταν στο παρελθόν και φαντάζεται τι θα ήθελαν να κάνουν στο μέλλον. Τους χαρίζει καλές και κακές στιγμές (οι κακές έπονται συνήθως των καλών και συνδέονται με τα γερατειά και τις αρρώστιες). Παλινδρομεί, κάνει διορθώσεις για αυτό που είναι και τι κάνον. Είναι, και τελικά γίνονται τόσο πραγματικοί για τον συγγραφέα που τον επηρεάζουν άμεσα. Βγάζει άμυνες και επιθέσεις αντιδρώντας στα υπαρκτά πρόσωπα με τις πλασμένες υποθέσεις ζωής, σαν να ήταν ενιαίες οντότητες. Το πραγματικό μαγειρεύεται με το πλαστό και φτιάχνει δική του γεύση, μπερδεύοντας τα σύνορα και τις βεβαιότητες.
Έτσι όπως εμείς, όταν καθόμαστε στις καφετέριες, κοιτάμε ένα γύρω και ψάχνουμε με τα μάτια τους άλλους, τους μετράμε και για παιχνίδι, μαντεύουμε από πού είναι, τι κάνουν στην καθημερινότητά τους, τις συνήθειές και τις επιδιώξεις τους. Παιχνίδι διασκεδαστικό, ελεύθερων σχεδιασμών που προδίδει και την διάθεση και στάση όσων το παίζουν. Ο Θ. βλέπει δημόσιους υπαλλήλους με ιδιαίτερη προτίμηση στο υπουργείο Γεωργίας και σε διάφορα ταμεία, ο Η. βλέπει την αγωνία των μοναχικών ανδρών και των μειονεκτικών ανθρώπων, ο Α. βλέπει την αστεία πλευρά του καθενός στις προσωπικές στιγμές του, ο Χ. επικεντρώνεται στις σχέσεις της παρέας, η Ο. ξαφνιάζεται όταν δεν ταιριάζει ο ήχος της φωνής με την εμφάνιση και πάει λέγοντας.
Το παιχνίδι των ανθρώπινων ιστοριών, η παρατήρηση και η πραγματικοφαντασιακή καταγραφή είναι η δουλειά του συγγραφέα νύχτα και μέρα. Για παράδειγμα ο Οζ, το δίνει νύχτα, εφαρμοσμένο πάνω σε μια εκδήλωση γνωστή του, που έχει επαναλαμβανόμενα βιώσει. Δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά ένα βιβλίο για το γράψιμο, για τον μηχανισμό παραγωγής αφηγήσεων οι οποίες πάντως περιλαμβάνουν τον ίδιο τον αφηγητή, πρόκειται για αληθινές εικόνες, επεξεργασμένες όμως, ντυμένες μυθοπλαστικά αν και είναι αληθοφανείς. Εφαρμοσμένη στην πράξη λογοτεχνική θεωρία. Χωρίς οδηγίες και συμβουλές, αφ’ υψηλού και από την απέξω. «… γράφεις… σαν φωτογράφος οικογενειακών συναθροίσεων… πηγαίνεις και τους τακτοποιείς σε ημικύκλιο με τους ψηλούς όρθιους, στα πόδια τους καθίζεις τους κοντούς,… μειώνεις τα κενά μεταξύ τους… ισιώνεις απαλά… κανένα κολάρο, το γιακά ενός πουκάμισου,…» (σ. 142).
Μικρά κεφάλαια, μιάμιση έως δυόμιση σελίδων, προβολές σκέψεων που δεν διαρκούν παραπάνω. Φλασιές που πάνε και έρχονται, συμπληρώνονται, προχωράνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Η μορφή που κουμπώνει με το περιεχόμενο και την μέθοδο.
Η νύχτα… ανοίγει με έναν καταιγισμό ερωτήσεων (Γιατί γράφεις; Και για ποιον; Γιατί με αυτόν τον τρόπο,…) τις οποίες ο συγγραφέας επαναφέρει, σχεδόν βασανιστικά, ενοχικά, χωρίς να καταφέρνει να τις απαντήσει επακριβώς, ενώ έχει πλησιάσει με την ατομική του διορατικότητα και μας έχει φέρει σε κοντινό πλάνο μια επίγνωση. Κίνητρό του όταν ήταν μικρός «μια ανεξάντλητη περιέργεια να προσπαθήσει να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι προξενούν διαρκώς στους συνανθρώπους τους και στον εαυτό τους πράγματα που δεν είχαν καθόλου την πρόθεση να προξενήσουν.»
Και καλά μπάνια!
σειρά: Συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο. Τυπωμένο σε οικολογικό χαρτί.
Λογοτεχνικές βραδιές οργανώνονται συνεχώς, ακάθεκτα. Ανά τον κόσμο, φαίνεται. Είναι εκείνα τα βαριά απογεύματα όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι να ακούσουν έναν κάποιο γνωστό συγγραφέα να μιλάει για την ζωή και την δουλειά του. Άλλους να μιλούν για τον συγγραφέα με λόγια εισαγωγικά και επαινετικά. Διαβάζονται και αποσπάσματα παλαιότερου ή και του καινούργιου του έργου. Στο τέλος, η βραδιά κλείνει με ερωτήσεις των ακροατών προς τον συγγραφέα. Και ενώ μοιάζει κανένας να μην επιθυμεί να παρίσταται στην βραδιά, συμπεριλαμβανομένου και του τιμώμενου συγγραφέα, παρόλα αυτά ένα σωρό άνθρωποι είναι παρόντες. Τις εκδηλώσεις αυτού του είδους έχουν σχολιάσει παντελώς αρνητικά και κατ’ επανάληψη λογοτέχνες, ποιητές και δημοσιογράφοι. Τις έχουν σατιρίσει εκπομπές όλων των οπτικοακουστικών μέσων. Παρ’ όλες τις επικρίσεις επιζούν.
Με αφορμή μια λογοτεχνική βραδιά ξετυλίγεται Η νύχτα του συγγραφέα, αφηγητή πραγματικών, μαθηματικά προβλέψιμων γεγονότων, μάλλον προσχεδιασμένων, χωρίς πρωτοτυπία. Εδώ, ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ίδιο του τον εαυτό μέσα στο περιβάλλον, παρατηρεί τον χώρο, παρακολουθεί τους ανθρώπους που βλέπει αλλά δεν γνωρίζει. Και μάλλον δεν θα μάθει ποτέ. Σε αυτούς τους ορατούς άγνωστούς του, δίνει ονόματα που, κατά την κρίση του, τους ταιριάζουν και φτιάχνει ένα πιθανό αληθοφανές σενάριο ζωής, με τα συστατικά της: γεγονότα, στοιχεία, συγκυρίες, εμπειρίες, αισθήματα. Χτίζει καταστάσεις, μηχανεύεται περιστάσεις, μοιράζει λύπες, αρρώστιες και αδιέξοδα, τους σκέφτεται πώς ήταν στο παρελθόν και φαντάζεται τι θα ήθελαν να κάνουν στο μέλλον. Τους χαρίζει καλές και κακές στιγμές (οι κακές έπονται συνήθως των καλών και συνδέονται με τα γερατειά και τις αρρώστιες). Παλινδρομεί, κάνει διορθώσεις για αυτό που είναι και τι κάνον. Είναι, και τελικά γίνονται τόσο πραγματικοί για τον συγγραφέα που τον επηρεάζουν άμεσα. Βγάζει άμυνες και επιθέσεις αντιδρώντας στα υπαρκτά πρόσωπα με τις πλασμένες υποθέσεις ζωής, σαν να ήταν ενιαίες οντότητες. Το πραγματικό μαγειρεύεται με το πλαστό και φτιάχνει δική του γεύση, μπερδεύοντας τα σύνορα και τις βεβαιότητες.
Έτσι όπως εμείς, όταν καθόμαστε στις καφετέριες, κοιτάμε ένα γύρω και ψάχνουμε με τα μάτια τους άλλους, τους μετράμε και για παιχνίδι, μαντεύουμε από πού είναι, τι κάνουν στην καθημερινότητά τους, τις συνήθειές και τις επιδιώξεις τους. Παιχνίδι διασκεδαστικό, ελεύθερων σχεδιασμών που προδίδει και την διάθεση και στάση όσων το παίζουν. Ο Θ. βλέπει δημόσιους υπαλλήλους με ιδιαίτερη προτίμηση στο υπουργείο Γεωργίας και σε διάφορα ταμεία, ο Η. βλέπει την αγωνία των μοναχικών ανδρών και των μειονεκτικών ανθρώπων, ο Α. βλέπει την αστεία πλευρά του καθενός στις προσωπικές στιγμές του, ο Χ. επικεντρώνεται στις σχέσεις της παρέας, η Ο. ξαφνιάζεται όταν δεν ταιριάζει ο ήχος της φωνής με την εμφάνιση και πάει λέγοντας.
Το παιχνίδι των ανθρώπινων ιστοριών, η παρατήρηση και η πραγματικοφαντασιακή καταγραφή είναι η δουλειά του συγγραφέα νύχτα και μέρα. Για παράδειγμα ο Οζ, το δίνει νύχτα, εφαρμοσμένο πάνω σε μια εκδήλωση γνωστή του, που έχει επαναλαμβανόμενα βιώσει. Δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά ένα βιβλίο για το γράψιμο, για τον μηχανισμό παραγωγής αφηγήσεων οι οποίες πάντως περιλαμβάνουν τον ίδιο τον αφηγητή, πρόκειται για αληθινές εικόνες, επεξεργασμένες όμως, ντυμένες μυθοπλαστικά αν και είναι αληθοφανείς. Εφαρμοσμένη στην πράξη λογοτεχνική θεωρία. Χωρίς οδηγίες και συμβουλές, αφ’ υψηλού και από την απέξω. «… γράφεις… σαν φωτογράφος οικογενειακών συναθροίσεων… πηγαίνεις και τους τακτοποιείς σε ημικύκλιο με τους ψηλούς όρθιους, στα πόδια τους καθίζεις τους κοντούς,… μειώνεις τα κενά μεταξύ τους… ισιώνεις απαλά… κανένα κολάρο, το γιακά ενός πουκάμισου,…» (σ. 142).
Μικρά κεφάλαια, μιάμιση έως δυόμιση σελίδων, προβολές σκέψεων που δεν διαρκούν παραπάνω. Φλασιές που πάνε και έρχονται, συμπληρώνονται, προχωράνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Η μορφή που κουμπώνει με το περιεχόμενο και την μέθοδο.
Η νύχτα… ανοίγει με έναν καταιγισμό ερωτήσεων (Γιατί γράφεις; Και για ποιον; Γιατί με αυτόν τον τρόπο,…) τις οποίες ο συγγραφέας επαναφέρει, σχεδόν βασανιστικά, ενοχικά, χωρίς να καταφέρνει να τις απαντήσει επακριβώς, ενώ έχει πλησιάσει με την ατομική του διορατικότητα και μας έχει φέρει σε κοντινό πλάνο μια επίγνωση. Κίνητρό του όταν ήταν μικρός «μια ανεξάντλητη περιέργεια να προσπαθήσει να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι προξενούν διαρκώς στους συνανθρώπους τους και στον εαυτό τους πράγματα που δεν είχαν καθόλου την πρόθεση να προξενήσουν.»
Και καλά μπάνια!
5 σχόλια:
Ποτέ δεν φανταζόμουν πως υπήρχαν τόσα «Βιβλία για Βιβλία». Όταν η Elli κατέθεσε κι αυτή την ιδέα ήμουν επιφυλακτικός. Πόσα βιβλία να υπήρχαν και πόσο θα μπορούσε να κρατήσει το στοίχημα, το εβδομαδιαίο… Στην πορεία η επιφυλακτικότητα έδωσε τη θέση της στον ενθουσιασμό. Και αυτός με τη σειρά του στην αγωνία: πότε θα τα προλάβω όλα αυτά να τα διαβάσω; Τώρα κρατάω μια λίστα μ’ αυτά που θέλω οπωσδήποτε να διαβάσω. Μα πριν από τη λίστα προηγείται ο «Φέρμιν: οι ιστορίες ενός μητροπολιτικού κατεργάρη», του Sam Savage. Ο Φέρμιν είναι ένας αρουραίος, που «όπως γνώριζε πολύ καλά ο Φράνσις Μπέικον, κάποια βιβλία είναι για να δοκιμάζονται, άλλα για να καταπίνονται και κάποια λίγα για να μασιούνται και να χωνεύονται…».
Ένα μεγάλο ευχαριστώ, το λοιπόν, κι από μένα στην Elli για τις κυριακάτικες συντροφιές…
Και όμως, αγαπητέ, Dimza, δεν μπορείς να φανταστείς πόσα ενδιαφέροντα "βιβλία για βιβλία" υπάρχουν (ελληνικά και μεταφράσεις). Πραγματικά η Elli κέρδισε το στοίχημα (με τη βοήθεια πάντα του πιστού της λαγωνικού) να ανακαλύψει, να διαβάσει και να γράψει τις ("θεόπνευστες" για τους φανατικούς) αναρτήσεις της.
Και η δική μου λίστα αναγνώσεων μεγαλώνει συν τω χρόνω και πριν προλάβω να διαβάσω ένα βιβλίο ξεφυτρώνουν άλλα πέντε! Ελπίζω τώρα το καλοκαίρι που έχω περισσότερο χρόνο να προχωρήσω πιο γρήγορα.
Ερχομαι λοιπόν και εγώ με την σερά μου να προτείνω ένα βιβλίο (για το οποίο, μολονότι δεν το έχω διαβάσει ακόμη, έχω ακούσει ότι έχει πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση). Είναι το βιβλίο του Κάρλο Γκίνζμπουργκ (εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2008) "Το τυρί και τα σκουλήκια. Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα". Αφορά την ιστορία του Μενόκκιο του μυλωνά, ο οποίος, παρόλο που απαγορεύεται αυστηρά από τον Index Librorum Prohibitorum, κατέχει και διαβάζει κάποια αιρετικά βιβλία. Εκτός των άλλων, σε αυτό το βιβλίο περιγράφεται η εποχή που η τέχνη της τυπογραφίας έχει κάνει την επανάστασή της και έχει καθιερωθεί στην Ευρώπη, η εποχή που ο Λούθηρος εκμεταλλεύεται το νέο μέσο να να εξαπλωθεί τη θρησκευτική μεταρρύθμιση.
Ποιος ξέρει; Ίσως η Elli μας πει περισσότερα και για αυτό το βιβλίο σε κάποια μελλοντική ανάρτησή της.
Προς το παρόν περιμένουμε το επετειακό 40ο "βιβλίο για βιβλία" την Κυριακή. Elli συνέχισε την καλή δουλειά.
Καλό καλοκαίρι σε όλους!
Αυτός ο κατάλογος είναι ένας κατάλογος χωρίς τέλος, όπως νομίζω έχω ξαναπεί. Ένας κατάλογος που θα μένει και ο καθένας από εμάς συνεχώς θα προσθέτει.
Δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο τα βιβλία που έχουν γραφεί αλλά και τα βιβλία που συνεχώς γράφονται και εκδίδονται.
Όπως το συγκεκριμένο βιβλίο του Οζ ή ένα παιδικό που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Το βιβλίο που δεν ήθελε να διαβαστεί» που μια συνάδελφος Βιβλιοθηκονόμος από τη Θεσσαλονίκη θέλησε να εκδώσει σαν για να προσθέσει ένα ακόμη τίτλο σε αυτή την ατέλειωτη λίστα. Πολλά πολλά μπράβο στη συγγραφέα και στον εικονογράφο (δεν ξέρω ποιον από τους δύο ζηλεύω περισσότερο ξέρω πάντως ότι και οι δύο με έκαναν να χαμογελάσω).
Ακόμη υπάρχουν και τα βιβλία εκείνα που τίποτα δε μαρτυρά ότι είναι ένα ακόμη βιβλίο για βιβλία. Βιβλία που κάτι σου κάνει κλικ, λίγο ο συγγραφέας που κάτι σου θυμίζει, λίγο ο τίτλος, λίγο το εξώφυλλο που σου τραβάει τη προσοχή, κάτι τέλος πάντων που σε κάνει να θες αυτό το βιβλίο, να θες να το κρατάς στα χέρια σου και να το διαβάζεις καθώς ο χρόνος θα κυλά χωρίς να του δίνεις σημασία. Ένα τέτοιο βιβλίο ήταν για εμένα το «Αν δεν έχεις που να κλάψεις» του Σεπούλβεδα, μια συλλογή διηγημάτων που στη σελίδα 173 μου επιφύλασσε μια έκπληξη. Ήταν ένα διήγημα με τίτλο «Ο βιβλιοθηκάριος», για δες…
Όπως το καινούριο βιβλίο του Μουρακάμι που η ηρωίδα γράφει μανιωδώς και ζει με την επιθυμία να γίνει συγγραφέας. Γράφει, σκίζει, πετά, αγαπά, μισεί αλλά σίγουρα διαβάζει και δηλώνει φανατική αναγνώστρια, για δες...
Όπως, όπως, όπως…
Γιατί ποιος συγγραφέας δεν αγαπά το βιβλίο και την ανάγνωση; Ποιος συγγραφέας δεν αναφέρει κάτι που αγαπά; Να το μοιραστεί, να το αφήσει πίσω του.
Spyro, ενδιαφέρουσα η πληροφορία για το «Τυρί και τα σκουλήκια» και σε ευχαριστώ γι’αυτό. Βιβλίο εξαντλημένο εδώ και χρόνια που μάταια αναζητούσα σε παλαιοβιβλιοπωλεία.
Μα αυτός ο κατάλογος είναι ο πιο αγαπημένος μου γιατί συγκεντρώνει κυρίως αναμνήσεις, εκείνες τις αναμνήσεις που είναι γεμάτες σελίδες και λέξεις.
Όταν ξεκίνησε η στήλη είχα καμιά εικοσαριά βιβλία κάβα, σε εκείνο το ειδικό ράφι. Καλός αριθμός έλεγα. Στη συνέχεια οι προτάσεις, τα κυνήγια με το λαγωνικό, οι νέες εκδόσεις τραβούσαν πάντα προς τα εμπρός και η κάβα έχει κατέβει στην δεκάδα αλλά παραμένει κάβα μιας και μπαίνουν νέοι τίτλοι και φρέσκα διαβάσματα. Η ιδέα της στήλης είναι που είναι ζωντανή από μόνη της. Η επιφυλακτικότητα είναι έλλειψη πίστης και τα στοιχήματα που μας κλείνουν το μάτι είναι παιχνίδια δικά μας, του χεριού μας. Καλή η πρόταση του αξιαγάπητου μεγάλου ποντικού, και του τρόπου που τρώει το χαρτί, όπως φαινεται από το οπισθοφυλλο του βιβλίου.
Έκανα μια πρώτη προσπάθεια να εντοπίσω Το τυρί και τα σκουλήκια στην βιβλιοθήκη μου, μάταιη. Βιβλίο ορόσημο που προτείνει μια νέα προσέγγιση όχι μόνο στην αντιμετώπιση αλλά και, κυρίως, στην αφήγηση του παρελθόντος. Το κρατώ.
Όπως κρατώ και τις τρεις άλλες αναφορές. Πραγματικά το βιβλίο, η επανάσταση που έφερε και ο πολιτισμός που γέννησε, συνειδητοποιώ όλο και σταθερότερα είναι μεγάλος σταθμός και καταλυτικός για τον τρόπο που ζούμε και σκεφτόμαστε.
Ευχαριστώ για τις ιδέες και τις κουβέντες.
Καλές καλοκαιρινές αναγνώσεις!
Το "τυρί και τα σκουλίκια" ήταν (και είναι) ένα σούπερ βιβλίο. Το διάβασα στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας κι ακόμη έχω εικόνες από αυτό. Να κοιτάξω και στη δική μου βιβλιοθήκη αν υπάρχει.
Δημοσίευση σχολίου