Ζόραν Ζίβκοβιτς, Η βιογραφία ενός βιβλίου, μετάφραση Σλάταν Κλάριτς, Κέδρος, Αθήνα 2006, 276 σ.
Άνθρωποι που πραγματικά αγαπούν το βιβλίο θα ήθελαν να αποκτήσουν αυτό το βιβλίο με τον αυτοβιογραφικό τίτλο, να δουν να ξετυλίγεται άλλη μια ιστορία με πρωταγωνιστή το βιβλίο. Τι πρωτοτυπία έχει φέρει, ποια είναι «η καινούργια είσοδος στο μυστήριο» της συγγραφής για θέμα αγαπημένο και πώς την έχει πλησιάσει, «το κελάδημά» του σύμφωνα με τον Lu Chi (βλέπε Βιβλία για βιβλία 6). Και εγώ ανάμεσα σε αυτούς που κουβαλάνε σαν τρόπαιο στη φωλιά τους και δέχονται κάθε καινούργιο βιβλίο στη ζωή τους σαν δώρο χαράς και εξερεύνησης.
Πόσο με στενοχώρησε που δεν άντεξα να το διαβάσω έως το τέλος. Το μέσιασα και μετά το ξεφύλλιζα ακατάστατα μπρος πίσω. Γιατί έπρεπε να διαβάσω να γκρεμίζεται με λόγια σκληρά με υπαινιγμούς μιας αίσθησης του αστείου και μίζερης κριτικής κάθε συντελεστής του κόσμου του βιβλίου. Να διαβάζω σε κάθε σελίδα, σε κάθε αράδα την αποδόμηση του βιβλιακού μέσου. Ένα βιβλίο που δεν έχει κεφάλαια, δεν χωρίζεται πουθενά, ρέει συνεχώς βομβαρδίζοντας κάθετα, οριζόντια, χιαστί, αλύπητα ό,τι έστω άπτεται του έντυπου λόγου. Οι προσωπικότητες καρικατούρες υπερβολικά δοσμένες φτάνουν στα άκρα της αμηχανίας ή της σκληρότητας, στο όνομα ενός σατιρικού ύφους.
Τα βιβλία προσωποποιούνται και μιλάνε για να αποδείξουν την ανωτερότητά τους (έξυπνα, σοφά, νοήμονα) έναντι του ανθρώπινου είδους. Γκρινιάζουν ατελείωτα για την συμπεριφορά των αναγνωστών που τους κακοφέρονται ασυλλόγιστα σαν κουρασμένα κομπλεξικά από γεννησιμιού τους χωρίς καμιά αίσθηση της επικοινωνίας. Όλα τα ενοχλούν: το διάβασμα σε ανοιχτούς χώρους αλλά και η φύλαξη σε κλειστούς, το γύρισμα των σελίδων, οι σημειώσεις και οι υπογραμμίσεις (μουτζούρωμα), το σκίσιμο (δίκαια εδώ), οι φωτοτυπίες, ο δανεισμός, η καταδίκη του στην πυρά αλλά και η αχρησία τους, όλοι οι τρόποι ανάγνωσης. Μετά περνάμε σε παραθετική αφήγηση όπου κρίνονται οι βιβλιοθήκες για το κοινό, τα βιβλιοπωλεία (σκλαβοπάζαρα), οι κλέφτες, οι εκπτώσεις, τα ξεπουλήματα, οι σφραγίδες, τα παλαιοπωλεία, οι βιβλιοφάγοι και φανατικοί συλλέκτες, τα σχολικά βιβλία (γενοκτονία), οι πλασιέδες και πλανόδιοι πωλητές και παλαιοπώλες, οι συγγραφείς, οι εκδοτικοί οίκοι, οι γραμματείς, οι επιμελητές, οι παρουσιάσεις, το εξώφυλλο και το χαρτί, ο όγκος και η εμφάνισή του, η εμπορικότητα, οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι, τα βραβεία και οι επιτροπές κρίσης και όλη η λειτουργία του κυκλώματος, τα τυπογραφεία, οι στοιχειοθέτες και πάει λέγοντας.
Στο τέλος διά στόματος ενός εκδότη μετά από ένα καταιγιστικό λογύδριο και πάλι, ανακοινώνεται ο θάνατος του βιβλίου με την έλευση και εγκαθίδρυση του οπτικού δίσκου που έχει κάτι το χαιρέκακο και τελεσίδικο. Κανένας προβληματισμός για αλληλοσυμπλήρωση και συνύπαρξη. Ένα στραμπουληγμένο, ό,τι να’ ναι τέλος, αρκεί να φύγει από τη μέση το βιβλίο. Αλήθεια, τι δυστυχισμένο βιβλίο να αναφέρεται στον εαυτό του με τόσο μηδενισμό και απαξία
Ακόμα και αν σε ορισμένα σημεία μπορεί δίκαια να έθετε ζητήματα ήταν με τέτοιο τρόπο που άθελά μου ξεσήκωνε την εσωτερική μου αντίδραση, και ένα έντονο μάμαλο. Τέτοια και τόση αντίδραση που ήθελα να απαντήσω στο ίδιο ύφος επιχείρημα το επιχείρημα, εικόνα την εικόνα που έχει στήσει. Ούτε καν για αστείο δεν μπορούσα να το πάρω (μόνο το παράπονο έπαιρνε εμένα) ούτε σαν ανατρεπτική θεώρηση που μπορούν να έχουν τα πράγματα για το πνεύμα της γραφής και το είδος της κριτικής του. Δεν είναι δα τα βιβλία τόσο υπερεκτιμημένα για να έχουν κουράσει και να τα φέρουμε σε ένα ίσο. Ότι ως «πνευματικά προϊόντα» διακινούνται με οικονομικούς όρους είναι γεγονός. Και υπομειδιώντας με θωρεί ο συγγραφέας στο αφτί του εξωφύλλου όπου σημειώνεται ότι το αντικείμενό του είναι η θεωρία της λογοτεχνίας (δηλαδή την έχει φάει με το κουτάλι και τη λογοτεχνία και τη θεωρία) και ότι έχει γράψει δώδεκα μυθιστορήματα από τα οποία τρία τουλάχιστον από τον τίτλο τους αναφέρονται στο βιβλίο, στη βιβλιοθήκη και τον συγγραφέα (δηλαδή το έχει τσακίσει το ζήτημα κατ’ επανάληψη).
Τώρα γιατί για δέκατο Βιβλίο για βιβλία, αντί για το «δέκα το καλό», διάλεξα ένα που τόσο πολύ με εκνεύρισε, θέτει ένα ερώτημα φύσης ή θέσης αντιδραστικής. Το σκέφτομαι προβληματισμένη χριστουγεννιάτικα…
Άνθρωποι που πραγματικά αγαπούν το βιβλίο θα ήθελαν να αποκτήσουν αυτό το βιβλίο με τον αυτοβιογραφικό τίτλο, να δουν να ξετυλίγεται άλλη μια ιστορία με πρωταγωνιστή το βιβλίο. Τι πρωτοτυπία έχει φέρει, ποια είναι «η καινούργια είσοδος στο μυστήριο» της συγγραφής για θέμα αγαπημένο και πώς την έχει πλησιάσει, «το κελάδημά» του σύμφωνα με τον Lu Chi (βλέπε Βιβλία για βιβλία 6). Και εγώ ανάμεσα σε αυτούς που κουβαλάνε σαν τρόπαιο στη φωλιά τους και δέχονται κάθε καινούργιο βιβλίο στη ζωή τους σαν δώρο χαράς και εξερεύνησης.
Πόσο με στενοχώρησε που δεν άντεξα να το διαβάσω έως το τέλος. Το μέσιασα και μετά το ξεφύλλιζα ακατάστατα μπρος πίσω. Γιατί έπρεπε να διαβάσω να γκρεμίζεται με λόγια σκληρά με υπαινιγμούς μιας αίσθησης του αστείου και μίζερης κριτικής κάθε συντελεστής του κόσμου του βιβλίου. Να διαβάζω σε κάθε σελίδα, σε κάθε αράδα την αποδόμηση του βιβλιακού μέσου. Ένα βιβλίο που δεν έχει κεφάλαια, δεν χωρίζεται πουθενά, ρέει συνεχώς βομβαρδίζοντας κάθετα, οριζόντια, χιαστί, αλύπητα ό,τι έστω άπτεται του έντυπου λόγου. Οι προσωπικότητες καρικατούρες υπερβολικά δοσμένες φτάνουν στα άκρα της αμηχανίας ή της σκληρότητας, στο όνομα ενός σατιρικού ύφους.
Τα βιβλία προσωποποιούνται και μιλάνε για να αποδείξουν την ανωτερότητά τους (έξυπνα, σοφά, νοήμονα) έναντι του ανθρώπινου είδους. Γκρινιάζουν ατελείωτα για την συμπεριφορά των αναγνωστών που τους κακοφέρονται ασυλλόγιστα σαν κουρασμένα κομπλεξικά από γεννησιμιού τους χωρίς καμιά αίσθηση της επικοινωνίας. Όλα τα ενοχλούν: το διάβασμα σε ανοιχτούς χώρους αλλά και η φύλαξη σε κλειστούς, το γύρισμα των σελίδων, οι σημειώσεις και οι υπογραμμίσεις (μουτζούρωμα), το σκίσιμο (δίκαια εδώ), οι φωτοτυπίες, ο δανεισμός, η καταδίκη του στην πυρά αλλά και η αχρησία τους, όλοι οι τρόποι ανάγνωσης. Μετά περνάμε σε παραθετική αφήγηση όπου κρίνονται οι βιβλιοθήκες για το κοινό, τα βιβλιοπωλεία (σκλαβοπάζαρα), οι κλέφτες, οι εκπτώσεις, τα ξεπουλήματα, οι σφραγίδες, τα παλαιοπωλεία, οι βιβλιοφάγοι και φανατικοί συλλέκτες, τα σχολικά βιβλία (γενοκτονία), οι πλασιέδες και πλανόδιοι πωλητές και παλαιοπώλες, οι συγγραφείς, οι εκδοτικοί οίκοι, οι γραμματείς, οι επιμελητές, οι παρουσιάσεις, το εξώφυλλο και το χαρτί, ο όγκος και η εμφάνισή του, η εμπορικότητα, οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι, τα βραβεία και οι επιτροπές κρίσης και όλη η λειτουργία του κυκλώματος, τα τυπογραφεία, οι στοιχειοθέτες και πάει λέγοντας.
Στο τέλος διά στόματος ενός εκδότη μετά από ένα καταιγιστικό λογύδριο και πάλι, ανακοινώνεται ο θάνατος του βιβλίου με την έλευση και εγκαθίδρυση του οπτικού δίσκου που έχει κάτι το χαιρέκακο και τελεσίδικο. Κανένας προβληματισμός για αλληλοσυμπλήρωση και συνύπαρξη. Ένα στραμπουληγμένο, ό,τι να’ ναι τέλος, αρκεί να φύγει από τη μέση το βιβλίο. Αλήθεια, τι δυστυχισμένο βιβλίο να αναφέρεται στον εαυτό του με τόσο μηδενισμό και απαξία
Ακόμα και αν σε ορισμένα σημεία μπορεί δίκαια να έθετε ζητήματα ήταν με τέτοιο τρόπο που άθελά μου ξεσήκωνε την εσωτερική μου αντίδραση, και ένα έντονο μάμαλο. Τέτοια και τόση αντίδραση που ήθελα να απαντήσω στο ίδιο ύφος επιχείρημα το επιχείρημα, εικόνα την εικόνα που έχει στήσει. Ούτε καν για αστείο δεν μπορούσα να το πάρω (μόνο το παράπονο έπαιρνε εμένα) ούτε σαν ανατρεπτική θεώρηση που μπορούν να έχουν τα πράγματα για το πνεύμα της γραφής και το είδος της κριτικής του. Δεν είναι δα τα βιβλία τόσο υπερεκτιμημένα για να έχουν κουράσει και να τα φέρουμε σε ένα ίσο. Ότι ως «πνευματικά προϊόντα» διακινούνται με οικονομικούς όρους είναι γεγονός. Και υπομειδιώντας με θωρεί ο συγγραφέας στο αφτί του εξωφύλλου όπου σημειώνεται ότι το αντικείμενό του είναι η θεωρία της λογοτεχνίας (δηλαδή την έχει φάει με το κουτάλι και τη λογοτεχνία και τη θεωρία) και ότι έχει γράψει δώδεκα μυθιστορήματα από τα οποία τρία τουλάχιστον από τον τίτλο τους αναφέρονται στο βιβλίο, στη βιβλιοθήκη και τον συγγραφέα (δηλαδή το έχει τσακίσει το ζήτημα κατ’ επανάληψη).
Τώρα γιατί για δέκατο Βιβλίο για βιβλία, αντί για το «δέκα το καλό», διάλεξα ένα που τόσο πολύ με εκνεύρισε, θέτει ένα ερώτημα φύσης ή θέσης αντιδραστικής. Το σκέφτομαι προβληματισμένη χριστουγεννιάτικα…
7 σχόλια:
Το βιβλίο αυτό το είχα ανακαλύψει όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει στα ελληνικά από μία παρουσίασή του στο αγαπημένο μου free press Index και είχα τρέξει θυμάμαι να το αγοράσω. Από τις πρώτες σελίδες κιόλας ο ενθουσιασμός μου με είχε αφήσει. Διέφερε κατά πολύ με αυτό που είχα φανταστεί. Διάβαζα ένα βιβλίο που με αποκαλούσε τέρας εμένα και όλους τους αναγνώστες (σ. 21). Το διάβασα όλο ψάχνοντας να βρω το σημείο εκείνο που θα επιβεβαίωνε τον αρχικό ενθουσιασμό μου. Δεν το βρήκα. Και τώρα, που χάρις στον σχολιασμό της Έλλης, το διατρέχω για να βρω έστω και μια υπογραμμισμένη μου πρόταση για να την αναφέρω υπέρ του… τίποτα. Το τέλος πιο απογοητευτικό όλων: «Κύριες και κύριοι, το βιβλίο πέθανε –ζήτω το CD-ROM!» (σ. 276). Κι αν βρω έστω και έναν άνθρωπο να αγγίζει με την ίδια χαρά και αγάπη ένα CD-ROM όπως αγγίζουν το χαρτί (όπως γράφει και ο Έκο στο νέο του βιβλίο) εγώ θα μάθω Σέρβικα για να δώσω συγχαρητήρια στον συγγραφέα (που ούτως ή άλλως θα μάθω για να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του)…
Νομίζω πως ένα βιβλίο που με τη σοβαρότητα και τα επιχειρήματά του κινητοποιεί τις αντιστάσεις και τις βεβαιότητες ή τους συναισθηματισμούς του καθενός μας είναι πολύ σημαντικό για τον εξής λόγο: μας ενεργοποιεί ως συνήθως παθητικούς αναγνώστες δημιουργώντας με τον ισχυρό αντίλογό μας ένα αντι-βιβλίο, άυλο αλλά επίμονα και ίσως χωρίς ελπίδα μαχητικό. Με δυο κουβέντες, ένα τέτοιο βιβλίο είναι γόνιμο: γεννάει ιδέες και προβληματισμούς. Και ευτυχώς, αντιρρήσεις που χτίζονται σε προσωπικές μας βεβαιότητες, τόσο ευάλωτες, αλλά απαραίτητες.
Συμφωνώ με τον "γιώργο κατσαμάκη", ένα τέτοιο βιβλίο είναι γόνιμο. Οι προβληματισμοί που γέννησε ήδη αποτυπώνονται.
Να ξεκαθαρίσω πως δεν το έχω διαβάσει. Όμως, διαβάζοντας την παρουσίαση της "Έλλης" και την κριτική της "Librarian", μου έρχονται εικόνες στο μυαλό από τους "Λουδίτες". Εκείνους τους υφαντουργούς, που νιώθοντας όταν έχαναν τις δουλειές τους, είχαν κηρύξει πόλεμο ενάντια στις μηχανές και στην τεχνολογία γενικώτερα.
Έχουμε κι άλλα τέτοια παραδείγματα. Όλοι ξέρουμε πως υποδέχθηκε το "αναγνωστικό κοινό" την έλευση της τυπογραφίας. Αυτό που ίσως δεν είναι γνωστό είναι ότι οι τυπογράφοι στις αρχές του 20ού αιώνα θεωρούσαν τις λινοτυπικές μηχανές εχθρούς και έκαναν πολλούς αγώνες για να αποτρέψουν την εισαγωγή τους.
Ίσως στο μέλλον, να αγγίζουμε και τα CD-ROM με την ίδια χαρά. Θα δείξει...
Χρόνια πολλά σε όλους
Το γεγονός ότι διαφωνώ με τον τρόπο που παρουσιάζει ο συγγραφέας κάποιες καταστάσεις δεν καθιστά το βιβλίο μη γόνιμο. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρίσει, κατά τη γνώμη μου, ένα βιβλίο μη γόνιμο. Ειδικά από τη στιγμή που δημιουργούνται αυτές οι συζητήσεις και αυτοί οι προβληματισμοί (είτε εσωστρεφείς είτε εξωστρεφείς) φανερώνεται ο λόγος ύπαρξης των βιβλίων, ο οποίος μόνο γόνιμος μπορεί να είναι. Άρα εξαρχής συμφωνούμε.
Ωστόσο είναι αρκετά παρατραβηγμένο να μιλάμε για θάνατο του βιβλίου, του βιβλιοπωλείου, της λογοτεχνίας κ.ο.κ. όπως ακούγεται και ξανακούγεται τα τελευταία χρόνια. Όλοι αυτοί οι θάνατοι απέχουν κατά πολύ από την πραγματικότητα και μόνο έναν αδικαιολόγητο φόβο και άγχος μπορούν να εκφράζουν που δεν μπορώ να συμμεριστώ.
Πολύ δημιουργικό τα βιβλία να παράγουν συναισθήματα ακόμα και να εξοργίζουν. Γεννούν ιδέες και επιχειρήματα. Μετά από αυτά θα ήθελα να διαβάσω το βιβλίο και να θυμώσω. Διαφωνώ για τα βιβλία σε CD-ROM. Όσο κι αν προσπάθησα να διαβάσω τέτοιο βιβλίο, ακόμα και σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης δεν τα κατάφερα. Το τύπωσα κιόλας και πάλι τα ίδια. Το CD-ROM έχει ευκολίες δεν αντιλέγω, όχι όμως το άρωμα του βιβλίου. Δεν αντέχω στην ιδέα ότι μπορεί στο μέλλον να νιώθουμε την ίδια ή παρόμοια χαρά για τα βιβλία σε CD-ROM.
Χρόνια πολλά και από μένα σε όλους
Οι κουβέντες, οι διαφωνίες και η δημοσιοποίησή τους είναι μέρος ζωντανών διεργασιών.
Δεν είναι δυνατόν να ταιριάζουν όλες οι προσεγγίσεις σε όλους. Αυτή, αν και καλομελετημένη,από μέσα και ανάλαφρη,μάλλον δεν μου κολλάει.
Δημοσίευση σχολίου